Το σκεπτικό της επιτροπής του σουηδικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα για την απονομή των Βραβείων Νομπέλ δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών για το τι την οδήγησε στη φετινή της επιλογή στον τομέα της ιατρικής.
Η ουγγρικής καταγωγής Καταλίν Καρικό και ο αμερικανός συνάδελφός της Ντρου Βάισμαν βραβεύονται, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «για τις ανακαλύψεις τους οι οποίες αφορούν τις τροποποιήσεις στη βάση των νουκλεοτιδίων που επέτρεψαν την ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων τύπου mRNA κατά του COVID-19». Με τον τρόπο αυτόν, όπως σημειώνεται, «συνέβαλαν στην άνευ προηγουμένου ταχεία ανάπτυξη των εμβολίων στη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες απειλές απέναντι στην ανθρώπινη υγεία που έχει υπάρξει τη σύγχρονη εποχή».
Στην ουρά για μια φωτοτυπία
«Πρόκειται για μια απίστευτη τιμή. Νομίζω δε ότι το πιο σημαντικό είναι πως δεν θα μπορούσαμε να έχουμε φτάσει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα χωρίς να έχουμε εμπλακεί και οι δύο» δήλωσε ο Βάισμαν, απονέμοντας τα εύσημα στη στενή του συνεργάτιδα, την οποία φέρεται ότι γνώρισε πρώτη φορά το 1998, περιμένοντας στην ίδια ουρά για μια φωτοτυπία!
Η αλήθεια, δε, είναι πως η δική της ιστορία και διαδρομή είναι σαφώς πιο εντυπωσιακή και θα μπορούσε να αποτελέσει άνετα τη βάση για το σενάριο ενός μυθιστορήματος.
Πράγματι, η Καρικό έζησε για πολλά χρόνια στην αφάνεια, αντιμετωπίζοντας τεράστιες δυσκολίες όχι απλώς για να βρει χορηγούς, αλλά ακόμη και για να επιβιώσει στην Πενσιλβάνια, όπου μετακόμισε το 1985 με τον σύζυγο και την κόρη της.
Μάλιστα, παραδέχεται ότι συχνά γινόταν στόχος υποτιμητικών σχολίων από συναδέλφους της ερευνητές, καθώς ο δρόμος τον οποίο είχε ακολουθήσει – μια έρευνα επικεντρωμένη στον αποκαλούμενο «αγγελιοφόρο» του RNA (ριβονουκλεϊκό οξύ), ώστε να παράγονται οι επιθυμητές πρωτεΐνες – κάθε άλλο παρά της… μόδας ήταν.
Κι αυτό διότι η συντριπτική πλειοψηφία ασχολούνταν με τον «μεγάλο αδελφό», το DNA (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ), που αποτελεί το γενετικό υλικό όλων των ζώντων οργανισμών.
Αντί για αναγνώριση, αποπομπή
Οπως λέει, το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, στο οποίο επρόκειτο να πάρει θέση καθηγήτριας, έβαλε τέλος στην πορεία της έπειτα από διαδοχικές απορρίψεις των αιτημάτων της για υποτροφίες για έρευνα.
«Επρόκειτο να προαχθώ και τότε ακριβώς με υποβάθμισαν, περιμένοντας ότι θα φύγω» θυμάται.
Προσθέτει δε ότι ήταν μια δύσκολη εποχή, καθώς δεν διέθετε ακόμη την πράσινη κάρτα που θα της επέτρεπε να διαμένει μόνιμα στις ΗΠΑ και είχε ανάγκη να βρει άμεσα θέση εργασίας για να ανανεώσει τη βίζα της. Ταυτόχρονα, της ήταν δύσκολο να χρηματοδοτήσει τις πανεπιστημιακές σπουδές της κόρης της με τον χαμηλό μισθό της.
Η ίδια προσθέτει πως η απόρριψή της, σε βαθμό «χλευασμού», συνεχίστηκε και μετά το 2013, όταν είχε ενταχθεί στο δυναμικό της BioNTech, καθώς η εταιρεία – η οποία την περασμένη διετία παρασκεύασε σε συνεργασία με την Pfizer τα περισσότερα εμβόλια κατά του COVID – δεν διέθετε τότε ούτε καν ιστοσελίδα.
Αυτό γινόταν, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί, το 2005, μια ιστορική (όπως αποδείχθηκε αρκετά αργότερα, γιατί τότε της είχε δοθεί ελάχιστη σημασία) ανακάλυψη, που απέτρεπε σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση σφοδρών φλεγμονωδών αντιδράσεων κατά την εισαγωγή του τροποποιημένου «αγγελιοφόρου» mRNA στον οργανισμό, καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα την ερμήνευε ως εισβολή σε αυτόν ενός ξένου σώματος.
Πάντα κουβαλούσε μια πικρία
Σε όλη την πορεία της, ακόμη και μετά την καταξίωσή της που ήρθε με μια νέα σημαντική ανακάλυψη το 2015 (μαζί με τον Βάισμαν) και κυρίως μετά την εμφάνιση της πανδημίας, η – νομπελίστρια πλέον – Καρικό απέφευγε τις θριαμβολογίες. Δεν σταμάτησε, όμως, ποτέ να συνοδεύεται από μια πικρία που της προκαλεί η ανάμνηση των στιγμών στις οποίες αισθανόταν παραγνωρισμένη: γυναίκα, γεννημένη στο εξωτερικό, σε έναν χώρο όπου κυριαρχούν οι άνδρες και όπου, μετά το τέλος ορισμένων επιστημονικών διασκέψεων, την ρωτούσαν: «Πού είναι ο προϊστάμενός σας;». «Σκέφτονταν πάντα, αυτή η γυναίκα με την ξενική προφορά κάποιον πρέπει να έχει από πίσω, κάποιον πιο ευφυή» όπως λέει.
Οταν δε η μητέρα της αναρωτιόταν γιατί συμβαίνει αυτό ενώ εργάζεται αδιάκοπα και πολύ σκληρά, απαντούσε: «Είναι πάρα πολλοί επιστήμονες που εργάζονται σκληρά».