Νωρίς το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου του 2018, το κινητό τηλέφωνο της Κάρεν Ατάια άρχισε να δονείται τόσο έντονα από τις ειδοποιήσεις ώστε κόντεψε να πέσει από το κομοδίνο.
Η δημοσιογράφος της «Washington Post» διαισθάνθηκε αμέσως ότι κάτι μεγάλο είχε συμβεί στην υπόθεση της δολοφονίας του Τζαμάλ Κασόγκι.
Και όντως: το περιοδικό «Time»τον είχε μόλις ανακηρύξει Πρόσωπο της Χρονιάς, μια τιμή την οποία ο Κασόγκι μοιράστηκε μετά θάνατον με μία πλειάδα απειλούμενων δημοσιογράφων. «Οι Φρουροί και ο Πόλεμος στην Αλήθεια», έτσι τους παρουσίαζε σαν ομάδα το «Time».
Κυκλοφόρησε με πολλαπλά εξώφυλλα, ένα για τον καθένα τους. Εκείνο που ήταν αφιερωμένο στον Κασόγκι, είχε ένα μαυρόασπρο πορτρέτο του και από κάτω, με κόκκινα γράμματα, τις λέξεις: «Αρθρογράφος. Δολοφονήθηκε».
Σαν χθες πριν από πέντε χρόνια, ο σαουδάραβας αντικαθεστωτικός δημοσιογράφος Τζαμάλ Κασόγκι, που ζούσε αυτοεξόριστος στις ΗΠΑκαι αρθρογραφούσε τακτικά στην Washington Post, μπήκε κατόπιν προγραμματισμένου ραντεβού στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να πάρει ένα πιστοποιητικό για τον επερχόμενο γάμο του και εξαφανίστηκε. Η τουρκάλα αρραβωνιαστικιά του τον περίμενε απ’ έξω 10 ώρες. Τελικά, αποκαλύφθηκε πως ο Κασόγκι είχε δολοφονηθεί εντός του κτιρίου, από 15μελή ομάδα εκτελεστών που είχαν ταξιδέψει επί τούτου από τη Σαουδική Αραβία. Στραγγαλίστηκε και διαμελίστηκε. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Η Κάρεν Ατάια υπήρξε επιμελήτρια των άρθρων του Κασόγκι, αποφάσισε λοιπόν να πάει στην εκδήλωση του «Time»στη Νέα Υόρκη για την ανακήρυξη του Προσώπου της Χρονιάς. Καθ’ οδόν, σκεφτόταν συνεχώς τις τελευταίες του λέξεις, είχαν μόλις αποκαλυφθεί από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Περίμενε ότι η τελετή στην τεράστια και υπερπολυτελή αίθουσα Capitale του Μανχάταν θα ήταν σεμνή και κάπως μελαγχολική, αλλά αποδείχθηκε ένα πάρτι.
Κόσμος φιλιόταν, γελούσε, το αλκοόλ έρρεε άφθονο. Το κόκκινο χαλί κατακλυζόταν από δημοσιογράφους, δίπλα υπήρχε ένας κόκκινος θάλαμος για αυτόματες φωτογραφίες, στο κέντρο της σκηνής, μία μεγάλη εγκατάσταση με τέσσερα κόκκινα γράμματα: «ΤΙΜΕ». Υπήρχε τόσο πολύ κόκκινο παντού, που η Ατάια σκέφτηκε αυτομάτως το αίμα.
Τόσο οι υπηρεσίες πληροφοριών της Τουρκίας και των ΗΠΑ όσο και η ειδική εισηγήτρια του ΟΗΕ για τις εξωδικαστικές εκτελέσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη είχε εγκριθεί από τον ίδιο τον σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (άλλως γνωστό ως MBS). Η δολοφονία του Κασόγκι πυροδότησε διεθνή σάλο. Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν τότε βέβαια ο Τραμπ, που δεν συγκινούνταν με τέτοια πράγματα, ο Τζο Μπάιντεν εξελέγη ωστόσο το 2020 με την υπόσχεση να καταστήσει τη Σαουδική Αραβία «παγκόσμιο παρία». Την ίδια χρονιά, ξεκίνησε στην Κωνσταντινούπολη η δίκη ερήμην 20 σαουδαράβων υπόπτων.
Στην αίθουσα τελετών του Μανχάταν, δύο γιγαντοοθόνες αναπαρήγαγαν διαδοχικά τα πρωτοσέλιδα των «Φρουρών της Αλήθειας», με το ένα να ξεθωριάζει μέσα στο άλλο.
Το πρωτοσέλιδο με τον Κασόγκι εμφανίστηκε ενώ έπαιζε δυνατά το τραγούδι «Don’t Stop ‘Till You Get Enough» του Μάικλ Τζάκσον. Ο κόσμος χόρευε. Το πορτρέτο του δολοφονημένου δημοσιογράφου ξεθώριασε κι έπειτα οι οθόνες άρχισαν να προβάλλουν άλλα αξιοσημείωτα εξώφυλλα του «Time»από την τελευταία χρονιά. Επειτα από λίγα λεπτά, εμφανίστηκε η εικόνα του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Ηταν από το τεύχος Απριλίου του 2018, με τίτλο «Επίθεση Γοητείας: Πρέπει να Αγοράσει ο Κόσμος αυτό που Πουλάει ο Πρίγκιπας Διάδοχος;». Η Κάρεν Ατάια είχε ξεχάσει πως ο MBS είχε συμπεριληφθεί από το «Time»εκείνη τη χρονιά στη λίστα των 100 ανθρώπων με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Οπως και να ‘χε, το θύμα μιας δολοφονίας και ο φερόμενος ως δολοφόνος απεικονίζονταν στο ίδιο επίπεδο, με τον ίδιο τρόπο, αμφότεροι ως σκηνικά αντικείμενα ενός πάρτι.
Η δίκη στην Κωνσταντινούπολη εγκαταλείφθηκε το 2022. Την ίδια χρονιά, η τηλεοπτική χειραψία-γροθιά ανάμεσα στον Μπάιντεν και τον MBS στην Τζέντα επισφράγισε την επιστροφή του Ριάντ στα διεθνή διπλωματικά σαλόνια. Δικαιοσύνη για τη δολοφονία του Κασόγκι δεν απονεμήθηκε ποτέ – η δίκη που οργάνωσε, κεκλεισμένων των θυρών, το Ριάντ το 2018 δεν ήταν παρά μια παρωδία. Τον τελευταίο μήνα, το διεθνές δημοσιογραφικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε πράγματα όπως η πιθανή αποκατάσταση των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ, το φημολογούμενο αμυντικό της σύμφωνο με τις ΗΠΑ ή η ενισχυόμενη ενεργειακή συνεργασία της με την Ελλάδα.
Εκείνο το βράδυ, η Κάρεν Ατάια προσπάθησε να σκεφτεί πως ο Τζαμάλ Κασόγκι που γνώριζε θα είχε ενθουσιαστεί με ένα καλό πάρτι όπως αυτό. Δεν άντεξε όμως να μείνει πολύ ακόμα. Περιμένοντας στην γκαρνταρόμπα το παλτό της, κάποιος βοηθός της έδωσε μια σακούλα με αναμνηστικά δώρα και τη ρώτησε αν ζούσε στη Νέα Υόρκη. Του απάντησε πως ζούσε στην Ουάσιγκτον, θα επέστρεφε το επόμενο πρωί. Του είπε πως ήταν συνάδελφος του δολοφονημένου Τζαμάλ Κασόγκι, του τον έδειξε σε ένα από τα εξώφυλλα. «Συγχαρητήρια!», της απάντησε εκείνος χαμογελαστός. Πέντε χρόνια αργότερα, η δημοσιογράφος αφηγήθηκε την εμπειρία της υπό τον τίτλο: «Ο κόσμος ανέκαθεν ήθελε να αφήσει πίσω του τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι».