Ο τίτλος, στη γαλλική γλώσσα, κάνει ομοιοκαταληξία του être με το paraître, κάτι που τονίζει ακόμη περισσότερο τη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών. Δηλαδή, ανάμεσα στο τι είμαι και πώς φαίνομαι ή πώς θέλω να φαίνομαι – ακόμη χειρότερο, πώς νομίζω ότι φαίνομαι. Εννοιες εντελώς διαφορετικές, όσο και αν στα εγχώρια ήθη θεωρούμε ότι η δεύτερη μπορεί να καπελώσει την πρώτη. Η εικόνα μας, το πώς ντυνόμαστε, το πώς μιλάμε, το πώς αυτοσυστηνόμαστε, η «ετικέτα» που εμείς οι ίδιοι βάζουμε στον εαυτό μας, δεν συμπίπτει πάντα με αυτό που πραγματικά είμαστε. Μην πω ότι συμπίπτει σπάνια. Ενώ αυτό που συμβαίνει πιο συχνά είναι ότι η τόσο επιμελημένη και διπλοτυλιγμένη «συσκευασία», αντί να κρύβει το περιεχόμενο, το παρουσιάζει ακόμη πιο αποκαλυπτικά.

Ναι, στην Ελλάδα δίνουμε ακόμη μεγάλη σημασία στη «συσκευασία», κάτι που θεωρώ ότι οφείλεται στο ότι δεν έχουμε μακρά αστική παράδοση, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος. Οσο και αν η οικονομική κρίση έκανε, για ένα διάστημα, μόδα το less is more, η ανάκαμψη – όπως μου λένε φίλοι που ασχολούνται με τα του εμπορίου – καταγράφηκε αμέσως στην άνοδο των πωλήσεων ειδών πολυτελείας. Ενώ οι πωλήσεις των υπερσύγχρονων μοντέλων κινητών και των επώνυμων (και πανάκριβων) αξεσουάρ είναι δυσανάλογα μεγάλες για μια χώρα που έξι στα δέκα νοικοκυριά δηλώνουν εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ τον χρόνο. Διότι θεωρούμε ότι το τελευταίο μοντέλο τηλεφώνου ή μία πανάκριβη τσάντα είναι στοιχείο της ταυτότητάς μας, αν όχι ολόκληρη η ταυτότητα.

Δεν μου αρέσει να μεμψιμοιρώ για τη χώρα μου αλλά κάποια πράγματα βγάζουν μάτι. Και δεν είναι λίγα. Από το πώς αυτοπλασάρονται εγχώρια σελέμπριτι έως τις «αρματωμένες γολέτες», και των δύο φύλων, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Τα βλέπεις και θέλεις να ανακράξεις εκείνο το υπέροχο «Τίνος είσαι εσύ, καλέ;». Και μετά βλέπεις άλλα. Για παράδειγμα, τον Τομ Χανκς να περιμένει στην ουρά, στην Αντίπαρο, για να βγάλει εισιτήριο πλοίου και θυμάσαι εκείνες τις ηθοποιούς (φασόν ντε παρλέ αφού είμαστε του γαλλικού σήμερα) που έκαναν θέμα γιατί δεν περίμενε το αεροπλάνο την αφεντιά τους. Βλέπεις τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ στο μετρό του Λονδίνου και θυμάσαι έναν έλληνα ποπ τραγουδιστή που έκανε το ίδιο αλλά πήρε μαζί του και φωτογράφους. Βλέπεις την τέως Αννα Μαρία να ξαναφοράει σε επίσημη εκδήλωση το φόρεμα που είχε φορέσει και στον πολυφωτογραφημένο γάμο του γιο της και αναρωτιέσαι ποια διάσημη (πάλι φασόν ντε παρλέ) Ελληνίδα θα έκανε το ίδιο. Βλέπεις την οικογένεια του Μαρκ Ζάκερμπεργκ (ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο) σε φωτογραφία διακοπών, με τις πλαστικές παντόφλες τους, τα «χύμα» ρούχα τους, τις νάιλον χάντρες στον λαιμό των κοριτσιών και σκέφτεσαι ότι στην Ελλάδα κάποιος πολύ «ελιτιστής» ύπαρχος μπορεί και να μην τους επέτρεπε να ανεβούν στο πλοίο αν έφταναν καθυστερημένοι.

Απάντηση σε αυτά δίνει ο «καπιταλιστής» Μικ Τζάγκερ που άφησε όλη του την περιουσία, μιλάμε για πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια, σε φιλανθρωπικά ιδρύματα δηλώνοντας μάλιστα ότι τα οκτώ παιδιά του δεν έχουν ανάγκη από τόσα χρήματα για να ζήσουν καλά.

Τα μικροαστικά

Διάβασα σε κάποιο σχόλιο ότι στο νέο έργο του Δημήτρη Καραντζά «Το Σπίτι» που παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ο σκηνοθέτης καταγγέλλει τον νέο μικροαστισμό. Βέβαια, στο επίσημο δελτίο Τύπου δεν υπάρχει αυτή η έκφραση. Αλλά μο έδωσε αφορμή διότι χρησιμοποιείται πολύ τελευταία, ιδιαίτερα για θεατρικές παραστάσεις.

Ε, λοιπόν, νομίζω ότι, στις σημερινές συνθήκες, είναι εντελώς μικροαστικό το να καταγγέλλεις τον μικροαστισμό. Κατά κάποιον τρόπο, υιοθετείς τα βασικά χαρακτηριστικά του. Τη σπουδή να χωθείς κάτω από μία ομπρέλα ασφαλείας, κοινωνικά αποδεκτής από τους περισσότερους, αφού η καταγγελία του μικροαστισμού είναι σήμερα must της νέας θρησκείας, δηλαδή της πολιτικής ορθότητας. Την εμμονή σε σχήματα και κλισέ, τον φανατισμό σε οτιδήποτε νομίζεις ότι πάει κόντρα στις αντιλήψεις σου αλλά και τον φόβο ότι θα βρεθείς έξω από το «κοπάδι» των καλλιτεχνικών και άλλων συμβάσεων.