Δεν θέλω να μπω στη νομική συζήτηση για το αν ο Νόμος 3115/2003, που προβλέπει τη σύσταση των ανεξάρτητων αρχών, παραπέμπει ως προς τη διαδικασία στον Κανονισμό της Βουλής. Δεν θα ασχοληθώ δηλαδή με τη συζήτηση, επιπέδου νομικού σχολαστικισμού, σχετικά με τη νομιμότητα της ψηφοφορίας για την αντικατάσταση των στελεχών της ΑΔΑΕ που έχει λήξει η θητεία τους, με το αν δηλαδή ο αριθμός των 16 βουλευτών που ψήφισαν την αντικατάσταση, ήταν επαρκής ή όχι. Οταν μάλιστα και οι δύο αντίθετες πλευρές επικαλούνται τον Κανονισμό της Βουλής.

Θα επιχειρήσω όμως να μιλήσω για το θέμα αυτό πολιτικά. Θα σταθώ δηλαδή στο ζήτημα μιας διαμαρτυρίας που κατά τη γνώμη μου είναι ακραία: κατά τη διαμαρτυρία αυτή, η κυβέρνηση επιχειρεί να ελέγξει την ΑΔΑΕ, επειδή επιδιώκει να χειραγωγήσει τη δημόσια ζωή.

Οι κατηγορίες αυτές μιλάνε για θεσμικό πραξικόπημα ενώ είναι πολύ εύκολες οι συγκρίσεις, που δεν επιτρέπουν αναλογίες της Ελλάδας με καθεστώτα όπως του Ορμπαν. Στην ουσία, δηλαδή, επαναλαμβάνεται τυφλά ο οξύς λόγος που ακολούθησε τη συζήτηση για τις υποκλοπές. Οι διαμαρτυρίες αυτές, εύκολες στην εκφορά τους, υποκρύπτουν μια άλλη όψη των πραγμάτων: μια ανερμάτιστη αντιπολίτευση που αναζητεί εναγωνίως αιχμές για να μπορέσει να δικαιολογήσει την αδυναμία της στην παραγωγή πολιτικής, χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και τις ανεξάρτητες αρχές για την πολιτική διαπάλη – συχνά οικειοποιούμενη συνθηματολογικά την εύλογη επιστημονική συζήτηση σε ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος και των νόμων.

Ο τρόπος αυτός με τον οποίο συζητείται η αντικατάσταση όσων από την ΑΔΑΕ είχε λήξει, πολλούς μήνες πριν, η θητεία τους έχει και μια άλλη όψη: η αντιπολίτευση δεν έχει κανένα πρόβλημα, αν θεωρήσει ότι τη συμφέρει, να δημιουργεί συνεχώς προσκόμματα στη συγκρότηση των ανεξάρτητων αρχών. Παραγνωρίζει ότι οι αρχές πρέπει να είναι ο κορυφαίος συναινετικός θεσμός. Αντ’ αυτού, η αντιπολίτευση επιδιώκει να τον θέτει στο επίκεντρο της κομματικής διαπάλης. Ετσι ενώ εδώ και ένα περίπου χρόνο είχε λήξει η θητεία στελεχών της ΑΔΑΕ, έκανε ό,τι μπορούσε για να μην αντικατασταθούν.

Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Ενα μέρος δηλαδή της αντιπολίτευσης, εδώ και πολύ καιρό, συνεχίζει να παίζει με τους θεσμούς. Κι όμως, και η αντιπολίτευση είναι παράγων της Δημοκρατίας, έχει υποχρεώσεις έναντι των θεσμών. Κι είναι παιχνίδι εις βάρος των θεσμών το να μη συμμετέχεις στη συγκρότηση ή τη νόμιμη αντικατάσταση της ηγεσίας των ανεξάρτητων αρχών. Η στάση αυτή μετατρέπει τους ίδιους τους θεσμούς της Δημοκρατίας σε άθυρμα σκοπιμοτήτων. Και την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας, με τη διευρυμένη μάλιστα μορφή που προσφέρουν οι ανεξάρτητες αρχές, σε μια κομματικής έμπνευσης ρηχή διαμάχη χωρίς ουσία – κάτι που φαίνεται από τη μηδενική απήχηση την οποία έχει το συγκεκριμένο ζήτημα στην κοινή γνώμη.

Η αντιπολίτευση που δεν κινείται στα άκρα, αν ήθελε, θα είχε παίξει σοβαρό ρόλο στη στελέχωση των ανεξάρτητων αρχών, καταθέτοντας προτάσεις για πρόσωπα που θα επέτρεπαν δημιουργικές ωσμώσεις και, το ουσιαστικότερο, δεν θα είχε επιτρέψει στην κυβέρνηση (εδώ βρίσκεται το ατόπημα της ΝΔ) να επιδιώξει πλειοψηφίες με τον «έμπορο» των επιστολών του Ιησού, τον Κυριάκο Βελόπουλο, η πολιτική παρουσία του οποίου είναι συστηματικά υπονομευτική όχι της δημοκρατικής τάξης αλλά του στοιχειώδους ορθολογισμού. Ο οποίος, ακριβώς γι’ αυτό, θα έπρεπε να βρίσκεται συστηματικά στο πολιτικό περιθώριο.

Για τη φιγούρα, ρε γαμώτο

Δεν εκπλήσσομαι με την εξέλιξη του ΟΑΚΑ, με το κλείσιμό του για να μην καταρρεύσει στα κεφάλια όσων το επισκέπτονται. Είναι το αποτέλεσμα ενός από τους λόγους της ελληνικής χρεοκοπίας: της σπατάλης στο όνομα της φιγούρας και όχι της ουσίας. Το μεγάλο μείον από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 βρίσκεται στην αδυναμία αξιοποίησης έργων, τα οποία μετά τη χρήση τους την περίοδο των Αγώνων έμειναν έρμαια στη φθορά του χρόνου.

Δεν εκπλήσσομαι ούτε με την αδυναμία τόσων κυβερνήσεων στη σειρά να αναζητήσουν τις οδηγίες των κατασκευαστών για τη συντήρηση της οροφής του σταδίου. Παλιά μου τέχνη. Τα κόμματα, ως συστατικά του ελληνικού χάους, έχουν μοιράσει άψογα το παιχνίδι. Συνυπεύθυνα χρεοκοπικών πρακτικών (όπως έδειξε η σκληρή δεκαετία του 2010), απλώς φωνάζουν κατά των αντιπάλων τους όταν συμβεί κάτι άσχημο λόγω της πολιτικής αδράνειας – μολονότι έχουν όλα συμβολή σε διάφορες εκδοχές αυτής της αδράνειας.

Οσο για τον Καλατράβα, όπως φαίνεται εκλήθη στην Ελλάδα να βάλει το σήμα του στη νεοπλουτίστικη πατίνα της γιορτής. Κι όταν έσβησαν τα φώτα, επιστρέψαμε στις ασχολίες μας – εν γνώσει μας ότι πολλές από τις παρεμβάσεις Καλατράβα (π.χ. η πεζογέφυρα Μεσογείων στο ύψος της Κατεχάκη) είναι άχρηστες και δεν χρησιμοποιούνται.