Το ερώτημα εάν επιστρέφει ο φασισμός επανέρχεται διαρκώς. Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο τρόπος που κινητοποιήθηκαν οι οπαδοί του στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η πολιτική του κυριαρχία στην Τουρκία, ο Βίκτορ Ορμπαν και το κόμμα του στην Ουγγαρία, έχουν κατηγορηθεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι εκπροσωπούν ή υπέθαλψαν σύγχρονες εκδοχές φασισμού, ακόμη και εάν παραμένουν τυπικά εντός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δεν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά μαζικού κινήματος που σφράγισαν τον φασισμό του 20ού αιώνα.

Με αυτή τη θεωρητική πρόκληση ασχολείται το βιβλίο «Late Fascism, Race, Capitalism and the Politics of Crisis» (Υστερος φασισμός, φυλή, καπιταλισμός και η πολιτική κρίση) του Αλμπέρτο Τοσκάνο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso. O Τοσκάνο δεν διαλέγει τον δρόμο των ιστορικών αναλογιών, αλλά της επιστροφής σε θεωρητικές τοποθετήσεις για τον φασισμό, επισημαίνοντας ότι εάν μιλούσαμε για φασισμό σήμερα, αυτός θα ήταν ένας φασισμός που παρότι δεν αποτελεί αντίδραση στην άμεση απειλή μιας επαναστατικής δυναμικής, όπως στη δεκαετία του 1920, εντούτοις διατηρεί τη φυλετική φαντασίωση μιας εθνικής αναγέννησης και μιας ψευδοταξικής ρητορικής.

Ο Τοσκάνο, διαβάζοντας αναλύσεις για τον φασισμό θεωρητικών όπως ο Ερνστ Μπλοχ ή ο Τεοντόρ Αντόρνο, επισημαίνει ότι η διαπίστωση πως στο κέντρο της φασιστικής απεύθυνσης βρίσκεται η επίκληση μιας φαντασιακής ενότητας δεν πρέπει να μας κάνει να προϋποθέτουμε ότι υπάρχει όντως μια τέτοια ενότητα (π.χ. της εργατικής τάξης), ιδίως από τη στιγμή που παραλλαγές του σύγχρονου φασισμού περιλαμβάνουν και μια ρατσιστική επίκληση της «εθνικής» εργατικής τάξης.

Ρατσισμός και καπιταλισμός

Παράλληλα, στέκεται στον τρόπο που ο ρατσισμός αποτελεί οργανική διάσταση του σύγχρονου καπιταλισμού, τροφοδοτώντας την αναπαραγωγή φασιστικών τάσεων. Επιστρέφει έτσι στη θεωρητική και πολιτική παράδοση ακτιβιστών-στοχαστών όπως η Αντζελα Ντέιβις ή ο Τζορτζ Τσάκσον, που στη δεκαετία του 1970 μίλησαν για στοιχεία φασισμού στις ΗΠΑ δίνοντας έμφαση στον συστημικό ρατσισμό και τη λειτουργία των μηχανισμών καταστολής, ιδίως του σωφρονιστικού συστήματος. Επιμένει ότι πρέπει να παραμερίσουμε την κριτική που ασκήθηκε τότε σε αυτές τις απόψεις για υπερβολική γενίκευση της έννοιας του φασισμού και να δούμε πώς εντοπίζουν εντός της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των κρατικών μηχανισμών πραγματικές φασιστικές τάσεις, που υλοποιούσαν αυτό που ο Μαρκούζε περιέγραφε ως «προληπτική αντεπανάσταση». Βεβαίως παραδέχεται πως η κατάσταση σήμερα είναι αρκετά πιο περίπλοκη, εάν αναλογιστούμε ότι από τη μια έχουμε μια όξυνση μιας φυλετοποιημένης και ταξικής βίας των κρατικών μηχανισμών και από την άλλη μια Ακροδεξιά που υποστηρίζει ότι το κράτος είναι αλωμένο από την Αριστερά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κεφάλαιο με τον τίτλο «Η φασιστική αγάπη για την ελευθερία». Εκεί ο Τοσκάνο υπενθυμίζει ότι ο φασισμός, ήδη από την εποχή του Μουσολίνι, διεκδίκησε να είναι και μορφή φιλελευθερισμού, ιδίως στην οικονομία, ενώ αναφέρεται στις αναλύσεις του Γιοάν Σαπουτό και το βιβλίο του «Ελεύθερος να υπακούς. Το μάνατζμεντ από τον ναζισμό μέχρι σήμερα» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα, σε μετάφραση Γιάννη Σιδέρη), για να υπενθυμίσει ότι ο ναζισμός δεν ήταν αντίθετος στη φιλελεύθερη έμφαση στην ατομική πρωτοβουλία. Αυτό το συνδέει με το πώς η ιστορία του νεοφιλελευθερισμού έδειξε ότι δεν μπορούσε να υπάρχει παρά μόνο ως αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός, συχνά συνδυασμένος με στοιχεία εθνικιστικού λαϊκισμού (ενδεικτική η περίπτωση Θάτσερ), στοιχείο που εξηγεί γιατί π.χ. στη Γαλλία η επέκταση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνδυάστηκε με ενίσχυση της Ακροδεξιάς και της απήχησης φασιστικών λογικών, αλλά και γιατί η σύγχρονη Ακροδεξιά συνδυάζει τον επιλεκτικό αντικρατισμό με τον εθνικιστικό ρεβανσισμό.

Απατηλή αίσθηση συνοχής

Επιστρέφοντας στις αναλύσεις του Ζον-Ρέτελ για την «πραγματική αφαίρεση», αλλά και του Αντόρνο και του Λεφέβρ, ο Τοσκάνο εντοπίζει πώς ο φασισμός προσέφερε μια απατηλή αίσθηση συνοχής απέναντι στην αφηρημένη και ανώνυμη βία του χρήματος. Παράλληλα, στέκεται στη σύνθετη χρονικότητα του φασισμού, τον τρόπο που παρά την εμμονή στο εξιδανικευμένο παρελθόν έχει και μια αναφορά στο μέλλον, χρησιμοποιώντας εδώ μια ανάγνωση του Χάιντεγκερ, έστω και εάν σήμερα δεν έχει τόσο την επίκληση ενός «επαναστατικού» μέλλοντος όσο της επιστροφής σε μια φαντασιακή «ασφάλεια». Αναλύοντας τις κουλτούρες του ύστερου φασισμού εντοπίζει ανάμεσα στα άλλα και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν ως παθολογία κάθε αμφισβήτηση τόσο των φυλετικών όσο και των έμφυλων ιεραρχιών.

Ελεγχος των συνόρων

Το συμπέρασμα του Τοσκάνο είναι ότι εάν όντως ο φασισμός στηρίχτηκε στη λογική της εποικιστικής αποικιοκρατίας και του φυλετικού καπιταλισμού, εάν με διαφορετικούς τρόπους επικαλέστηκε τα ζητήματα της φυλής, του φύλου και της σεξουαλικότητας, εάν βασίστηκε σε μια λογική προληπτικής αντιβίας που πατάει πάνω σε αφηγήσεις μιας επικείμενης απειλής και εάν περιλαμβάνει υποκειμενικότητες και επιθυμίες που δεν περιορίζονται στην υπακοή σε μια δεσποτική εξουσία αλλά και σε μια «επίκληση ελευθερίας», τότε εξηγείται η σημερινή αναπαραγωγή φασιστικών τάσεων με έμφαση στον «έλεγχο των συνόρων», είτε της επικράτειας, είτε του σώματος.