«Πρέπει να καταλάβετε τη διαφορά μεταξύ του να είσαι αρχιτέκτονας και πολιτικός. Η αρχιτεκτονική είναι ένα επάγγελμα επιμονής. Πρέπει να αντέχεις. Ο πολιτικός είναι εκεί για να κατηγορήσει κάποιον»: Τον Ιανουάριο που ο Σαντιάγο Καλατράβα έδωσε συνέντευξη στο «Fast Company» είχαν περάσει μόλις 6 χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Τέσσερις μήνες μετά, με μια πολιτική ανακοίνωση από το Καστελόριζο, η Ελλάδα που τους διοργάνωσε επισήμως δεν θα υπήρχε πια. Η μετάβαση ήταν μάλλον βίαιη, καθόλου αρχιτεκτονική – έμοιαζε περισσότερο με γκρέμισμα παρά με χτίσιμο. Η διαιρετική τομή από το «πριν» στο «μετά» ήταν πολύ ξεκάθαρη: όλοι θυμούνται πού βρίσκονταν το 2004, όταν παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι την τελετή έναρξης. Ολοι θυμούνται τι σκέφτηκαν τη μέρα που η κρίση χρέους τούς χτύπησε την πόρτα.
Σε μια χώρα που λατρεύει τους συμβολισμούς, δεν υπάρχει πιο ισχυρός από αυτόν της μοίρας του Στεγάστρου Καλατράβα. Η τοποθέτησή του ήταν το επιστέγασμα μιας λαμπερής, εξωστρεφούς πορείας, μιας νέας Ελλάδας που άλλαζε χιλιετία με αυτοπεποίθηση για τη θέση που κατείχε στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Η σημερινή του κατάσταση είναι απόδειξη των αλλαγών που συντελέστηκαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: έλλειψη πόρων, μαστόρικα «μπαλώματα» που δεν προσφέρουν συνολικές λύσεις, ευθύνες που πάνε και έρχονται σαν μπαλάκι του τένις, προβλήματα που σπρώχτηκαν κάτω από το χαλί, καμπανάκια που χτυπήθηκαν, αλλά δεν ακούστηκαν – ο κίνδυνος ένα ευχάριστο γεγονός, όπως ένας αγώνας ποδοσφαίρου, να καταλήξει σε μακελειό επειδή κάποιο σίδερο έπεσε στα κεφάλια των θεατών δεν ήταν απλώς διαρκής, ήταν κανονικότητα. Και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι.
Τίποτα δεν θυμίζει περισσότερο τη σύγχρονη Ελλάδα, όμως, από τον μύθο του μάνιουαλ. Παραλήφθηκε άραγε ποτέ; Σε ποιο συρτάρι έμεινε κλεισμένο; Περιέχει καμιά λύση; Ηταν ένα ή ήταν πολλά; Και αν είχε πέσει στα σωστά χέρια, μήπως τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά; Περάσαμε δεκαπέντε χρόνια χωρίς πραγματικό εγχειρίδιο επιβίωσης. Τουλάχιστον δύο γενιές μεγάλωσαν στον φόβο των παράλληλων κρίσεων, γι’ αυτό ακόμα και σήμερα ψηφίζουν αυτόν που στη θεωρία τούς προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια. Οχι γιατί τον εμπιστεύονται απόλυτα – φάνηκε στο «πάμε κι όπου βγει» των Τεμπών. Στη Θεσσαλία, στον Εβρο και στη Ρόδο, αλλά γιατί δεν βρίσκουν ικανοποιητικές εναλλακτικές. Και ακριβώς την ίδια στιγμή, η ίδια κοινωνία πετάει το μάνιουαλ της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα σκουπίδια και σχεδιάζει ένα καινούργιο, χωρίς να έχει καν στη διάθεσή της κάποια πρώτα δείγματα γραφής.
Ο Καλατράβα τα είπε σωστά, και ας τα είπε το μακρινό 2010. Ενας αρχιτέκτονας δεν προχωράει χωρίς μάνιουαλ. Πώς θα αντέξει η κατασκευή αν δεν έχει δομή που στήνεται, ξεστήνεται και συντηρείται με συγκεκριμένο τρόπο; Πώς θα μείνει ένα έργο στην ιστορία αν η ιστορία το υπερβεί; Η ύπαρξη εγχειριδίου είναι απαραίτητη. Ενας πολιτικός, από την άλλη, περνάει χάρμα ειδικά όταν λειτουργεί στα τυφλά. Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για ό,τι έκανε ή δεν έκανε. Ο πρώην σφυράει αδιάφορα, γιατί πάνε δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε στην εξουσία, ο τέως τα ρίχνει στον πρώην και ο νυν επιχαίρει, γιατί αυτός εντόπισε το πρόβλημα – κι ας άργησε τουλάχιστον δύο χρόνια να δράσει για να το λύσει. Και αυτός είναι ο δικός τους πολιτικός οδηγός επιβίωσης. Χωρίς μάνιουαλ, αμέσως καλύτερα.