Από το «Αλλο όνομα», όπου πρωταγωνιστούν δύο άντρες με το ίδιο όνομα: Ασλε. Και οι δύο ζωγράφοι και μοναχικοί. Ο ένας ζει στην εξοχή, μόλις έχει χάσει τη γυναίκα του και βρίσκει παρηγοριά στην προσευχή. Ο άλλος ζει στην πόλη, έχει απομακρυνθεί από τις παρέες του και το καταφύγιό του είναι το αλκοόλ.

Σκέφτομαι, και μετά ζωγραφίζω, την Παραμονή των Χριστουγέννων όπως πάντα, και σ’ ό,τι ζωγραφίζω πρέπει να υπάρχει φως, ένα αόρατο φως, σκέφτομαι, και ίσως το φως που προσπαθώ να ζωγραφίζω έχει κάποια σχέση με το φως που έβγαινε απ’ το παιδί στο στάβλο; κι από το άστρο; σκέφτομαι, αλλά μάλλον δεν είναι έτσι, και το πιο εύκολο είναι, όλως παραδόξως, να δίνω στον πίνακα φως, όσο πιο σκοτεινός, πιο μαύρος είναι τόσο πιο σκοτεινά, πιο μαύρα είναι τα χρώματα, τόσο περισσότερο φωτίζουν και καλύτερα βλέπω αν έχει φως ένας πίνακας, και πόσο δυνατό ή αδύναμο είναι αυτό το φως, και πού φωτίζει όταν σβήνω όλα τα άλλα φώτα, όταν είναι σκοτάδι πίσσα, σαν μαύρη νύχτα, και φυσικά πιο απλό είναι όταν έξω είναι πιο σκοτεινά από ποτέ, όπως τώρα τις μέρες της σαρακοστής, αλλά και το καλοκαίρι προσπαθώ να σκεπάσω το παράθυρο και να κάνω όσο γίνεται περισσότερο σκοτάδι για να δω πού και πώς φωτίζει ένας πίνακας, ναι, για να πω την αλήθεια δε βγάζω από μέσα μου έναν πίνακα αν δεν τον δω στο μαύρο σκοτάδι, γιατί κάπως το μάτι συνηθίζει στο σκοτάδι, και βλέπω τον πίνακα σαν φως και σκοτάδι, και βλέπω αν έχει φως ο πίνακας, και πού και πώς, και πάντα, πάντα στον πίνακα περισσότερο φωτίζει το σκοτάδι.

(Εκδ. Gutenberg, Μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη, 2022)