Η φιλία μας ξεκινάει περίπου το 2004, όταν είχε έρθει να παρακολουθήσει την παράσταση «Τόσο όμορφα» που ανέβαζα στην κεντρική σκηνή του Αμόρε. Τότε δεν ήταν και τόσο αναγνωρισμένος στην Ελλάδα, αλλά προσωπικά έδειχνα ενδιαφέρον για το έργο του από νωρίς. Συνδεθήκαμε, μου έστελνε τα έργα του για να τα διαβάσω – και συνεχίζει να τα στέλνει –, οπότε τον Δεκέμβριο του 2013 ακολούθησαν οι «Παραλλαγές θανάτου» στο θέατρο Πορεία. Τελευταίο έργο του που σκηνοθέτησα ήταν το «Κάποιος θα έρθει» στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ τον Σεπτέμβριο του 2021 – είχε κάνει πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Γιον Φόσε, που διοργανώνεται από το Νορβηγικό Θέατρο του Οσλο.

Ο Φόσε μιλάει με έναν τρόπο σπάνιο για τον θάνατο μέσα από τη ζωή και τη ζωή μέσα στον θάνατο. Είναι έννοιες αλληλένδετες στο έργο του, όπου ισχύουν τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Υπάρχουν στα θεατρικά του άνθρωποι που έχουν πεθάνει (σ.σ.: ειδικά στις «Παραλλαγές θανάτου» η αυτοκτονία μιας νέας γυναίκας γεννάει βασανιστικά ερωτήματα στους γονείς της), η ζωή παρουσιάζεται σαν θάνατος, ενώ πίσω από την επιφάνεια του θανάτου εμφανίζεται η αγάπη ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση της ανθρώπινης ζωής.

Αυτό που με ενδιαφέρει και σκηνοθετικά είναι ο απόλυτος μινιμαλισμός των έργων του, ο οποίος προκαλεί πληθωρισμό συναισθημάτων. Τα κείμενά του είναι ένας γρίφος και χρειάζεται υπομονή για να τα ξεκλειδώσεις. Ενώ στις υπόλοιπες παραστάσεις μπορεί να επιτρέπω μια εξωστρέφεια των μέσων και των σκοπών, στον Φόσε είναι σαν να εστιάζω στο τέρμα ενός κοντινού πλάνου που κάνει μια κάμερα: εκεί όπου παρατηρείς ελάχιστα πράγματα. Αν μπορώ να πω ότι έχω βρει ένα «κλειδί» γι’ αυτό το σύμπαν είναι ότι ο Φόσε μοιάζει να μιλάει για κάτι και την ίδια στιγμή μιλάει για κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, οι λέξεις και οι εκφράσεις που αναδεικνύει μάς αφορούν όλους. Κάτω από την επιφάνεια του σκοταδιού, του περίφημου ήλιου του μεσονυχτίου, του ψύχους, ανακαλύπτει κανείς θησαυρούς. Γι’ αυτό και δεν μπορεί παρά να είναι αυτόματα οικουμενικός. Εχει ξεπεράσει τους λογοτεχνικούς κανόνες για να γράψει. Μπορεί να αναφέρεται σε ένα τραπέζι ή έναν καναπέ, αλλά την ίδια ώρα να περιγράφει κάτι ποιητικό.

Θα έλεγα ότι γενικά είναι δύσπιστος με τους ανθρώπους – τουλάχιστον ήταν και με τα χρόνια μπορεί να υποχωρεί. Οταν τον πρωτοσυνάντησα στο Οσλο ήταν ένας άνθρωπος κλειστός, λιγομίλητος και εσωστρεφής. Δυσκολεύτηκα να επικοινωνήσω. Η αφορμή πάντως ήταν μια παράσταση. Είχαμε καθίσει μαζί για να την παρακολουθήσουμε, αλλά κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από δίπλα μου. Αργότερα κατάλαβα ότι με πέριμενε με ένα ποτήρι κρασί στο φουαγιέ. Οπως μου εξήγησε, δεν άντεχε την κλειστή αίθουσα γιατί ήταν αγοραφοβικός.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει συστήσει τον Γιον Φόσε στο ελληνικό κοινό μέσα από σκηνοθεσίες έργων του.