Στην Ελλάδα για χρόνια μιλούσαμε για την πρωτεύουσα της χώρας, την Αθήνα, με τρόπο διόλου κολακευτικό. Της είχαμε αποδώσει όλα τα δεινά της χώρας, ως αποτέλεσμα της αστυφιλίας και του υπερσυγκεντρωτισμού. Κανείς δεν μιλούσε με όρους οικονομίας. Ελάχιστοι έβλεπαν τις προοπτικές. Κι όμως, αν ρίχναμε μια ματιά στον περίγυρο, θα βλέπαμε ότι οι μεγάλες πόλεις, με τα συστημικά χαρακτηριστικά για μια πόλη όπως η Αθήνα για την Ελλάδα, είναι υπεύθυνες για περισσότερο από το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων δύο δεκαετιών. Ωστόσο, μόλις τα πολύ τελευταία χρόνια «ξύπνησε» οικονομικά και η δική μας μεγαλούπολη, η Αθήνα, συμβάλλοντας στην ευρύτερη ανάπτυξη της χώρας, βελτιώνοντας όχι μόνο τη ζωή των κατοίκων της, αλλά και το εισόδημά τους.
Ολη αυτή την αλλαγή ήρθε πριν από μερικές μέρες να την επιδοκιμάσει ένας από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, ο οίκος Moody’s. Με τα δικά του κριτήρια. Δεν θα κρίνει από μόνη της αυτή η αξιολόγηση εάν ένας δήμαρχος είναι πετυχημένος. Μπορεί ωστόσο μια τέτοιου είδους αξιολόγηση να αποτελέσει τον μπούσουλα για να αποφασίσουν οι πολίτες αυτού του δήμου εάν κινούνται τα πράγματα στη σωστή κατεύθυνση. Τουλάχιστον στα πιο πολλά από τα κριτήρια της απόφασής τους. Σε αυτά που αφορούν την οικονομία του δήμου, τις προοπτικές ανάπτυξης, προσέλκυσης επενδύσεων, εξοικονόμησης ενέργειας, μείωσης των περιττών δαπανών, δημιουργίας προϋποθέσεων αύξησης του εισοδήματος των δημοτών του.
Η Moody’s μέσα στο μπαράζ αναβαθμίσεων που έκανε τον Σεπτέμβριο, μαζί με το αξιόχρεο του ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών, αναβάθμισε και το αξιόχρεο του Δήμου Αθηναίων. Η βαθμολογία που έλαβε ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας ήταν τόσο καλή όσο αυτή του ελληνικού Δημοσίου. Ακριβώς η ίδια με τράπεζες κερδοφόρες και με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, όπως η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς.
Το ότι εκπέμπουν υγεία τα οικονομικά του μεγαλύτερου δήμου της χώρας είναι σημαντικό, ειδικά τώρα που πρέπει να αποφασίσουμε τι δήμους θέλουμε. Προφανώς η τετραετής ταλαιπωρία στην Πανεπιστημίου αξιολογείται και αυτή, αλλά δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την τεράστια τουριστική έκρηξη στην πρωτεύουσα, την άνοδο των αξιών και των τζίρων. Κάτι πήγε καλά. Κάποιοι δούλεψαν για να μπορούμε να υποδεχόμαστε με επάρκεια περίπου 5 εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο στην Αθήνα και οι περισσότεροι να επιλέγουν να μας επισκεφτούν ξανά και ξανά. Ολο αυτό έγινε εισόδημα που δημιουργήθηκε στην πόλη και διαχύθηκε σε όλη την οικονομία, κυρίως στις επιχειρήσεις εντός των ορίων του δήμου. Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ξεκάθαρο ότι έπαιξαν και αυτές τον ρόλο τους. Οι δημοτικές επενδύσεις, όμως, σε έργα υποδομής αυξήθηκαν και αυτές, με ρυθμό μάλιστα 172% σε σχέση με το 2019.
Μπορεί κάποιοι να ξεβολεύτηκαν από την απότομη ανάπτυξη που γνώρισε ο δήμος της Αθήνας τα τελευταία χρόνια, παρά μάλιστα την ανάπαυλα της πανδημίας. Να αιφνιδιάστηκαν ενδεχομένως που τα περισσότερα κλειστά καταστήματα απέκτησαν ζωή, που εμβληματικά ερειπωμένα κτίρια ανακαινίστηκαν και δημιουργήθηκαν θέσεις απασχόλησης ή να ενοχλούνται με την κοσμοπλημμύρα από τις ουρές που σχηματίζονται από τους επισκέπτες της Ακρόπολης. Αυτή όμως είναι η εικόνα μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Προφανώς πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα. Η νέα Αθήνα είναι ένα σχέδιο σε εξέλιξη. Χρειάζονται ακόμα να γίνουν πολλές τακτοποιήσεις χώρων και φτιασιδώματα κάθε είδους. Αλλά η αρχή έχει γίνει.