Η πόλη που αγαπάμε να μισούμε
Δεν είμαι Αθηναία εκ καταγωγής. Την Αθήνα όμως την αγαπάω περισσότερο από τις ιδιαίτερες πατρίδες μου. Εδώ τριγυρνάνε οι μνήμες μου, σε δρόμους και δρομάκια, σε πλατείες και μαγαζιά, σε μυρωδιές και ήχους που έρχονται από τη δεκαετία του 1960. Τότε που η πόλη έβαζε φόρτσα για να γίνει μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, γέμιζε με φωτεινές επιγραφές, μοντέρνας αρχιτεκτονικής κτίρια και ημιξενόγλωσσες ταμπέλες τύπου «Στρωματέξ», «Κόρονετ», «Σελέκτ», η Κυψέλη ήταν μια χάι γειτονιά και στο Κολωνάκι υπήρχε μαγαζί (κάπου χωμένο στην οδό Καψάλη) που πουλούσε κάρβουνα και χύμα κρασί. Στη δε λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας υπήρχαν ακόμη νεοκλασικές μονοκατοικίες.
Από τότε όμως, θυμάμαι πολλούς να γκρινιάζουν για το πώς κατάντησε η Αθήνα, εννοώντας κατάντια αυτό που εγώ σήμερα νοσταλγώ – εκτός και αν, στην πραγματικότητα, νοσταλγώ τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Ναι, η Αθήνα αλλάζει συνέχεια, πολλά τοπόσημά της δεν υφίστανται πλέον, οι γειτονιές μεταμορφώνονται, η όψη των πλατειών αλλάζει, οι δρόμοι που περπατήσαμε πεζοδρομούνται, άλλοι μονοδρομούνται ενώ οι περισσότεροι είναι αγνώριστοι λόγω των πολλών καταστημάτων που έχουν ανοίξει. Και θα αλλάζει για πολλά χρόνια ακόμη. Διότι παρά το «αρχαίο κλέος» της είναι πάρα πολύ νέα. Δεν έχει ούτε καν δύο αιώνων ζωή που, για ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, σημαίνει, περίπου, έφηβη – και ξέρουμε πώς ξεπετάγονται τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες. Οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ που, επί Οθωνα, ανέλαβαν να χαράξουν επί χάρτου τα σχέδια της πόλης, είχαν να διαμορφώσουν επί της ουσίας έναν «αρχαιολογικό κήπο» τριγυρισμένο από γκρεμίδια και καλύβια όπου ζούσαν όχι παραπάνω από εφτά χιλιάδες άνθρωποι. Στην απογραφή του 1879 οι κάτοικοι της Αθήνας έφτασαν τις 70.000 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 πλησίασαν τις 100.000.
Και μετά ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή και η πόλη υποδέχθηκε χιλιάδες πρόσφυγες, ακολούθησαν τα χρόνια της εσωτερικής μετανάστευσης και της αντιπαροχής, ο πληθυσμός του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, στην απογραφή του 1961 πλησίασε το 1.850.000 και στον τελευταίο, του 2021, ξεπέρασε τα τρία εκατομμύρια. Με τέτοιο ρυθμό αύξησης και τα χαλαρά μέτρα οικοδόμησης που ίσχυαν για πολλές δεκαετίες, η πόλη μεγάλωσε άναρχα, άτσαλα, ατσούμπαλα. Ούτε Παρίσι, ούτε Λονδίνο μπορούσε να γίνει η Αθήνα, ας μη γελιόμαστε. Τι μπορεί όμως να γίνει; Οι μεθαυριανές αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια καλή ευκαιρία για να το δούμε.
Πράσινες υποσχέσεις και πράσινα άλογα
Προχθές ρώτησα έναν φίλο – από αυτούς που αγαπάνε να μισούνε την Αθήνα – τι πιστεύει ότι θα έπρεπε να γίνει για μια πιο όμορφη, πιο φιλική και πιο λειτουργική πρωτεύουσα. «Να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί από την αρχή» μου είπε. Θεωρητικά, δεν έχει άδικο αλλά πρόκειται για κάτι το ανέφικτο. Και η πολιτική, απ’ όσο θυμάμαι, είναι η τέχνη του εφικτού. Κινητήρια δύναμη το όραμα φτάνει να είναι πραγματοποιήσιμο. Ειδικά όταν πρόκειται για την πόλη που ζούμε.
Το όραμα για την Αθήνα είναι εδώ και δεκαετίες το πράσινο. Περισσότερο πράσινο αφού είμαστε στο ένα τρίτο της «πράσινης κάλυψης» σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών πόλεων. Κι έχουμε ακούσει πολλά στις εκλογικές αναμετρήσεις για τον Δήμο της Αθήνας, έως και ότι θα γίνουν όλες οι ταράτσες των πολυκατοικιών κήποι της Βαβυλώνας. Πρόσφατα ακούσαμε ότι αν κάθε κτίριο «βλέπει» τρία δένδρα, κάθε γειτονιά σκιάζεται από πράσινο κατά 30% και όπου κι αν σταθούμε, δεν θα απέχουμε από πράσινη έκταση ενός στρέμματος πάνω από 300 μέτρα, θα πέσει η θερμοκρασία κατά πέντε βαθμούς. Εξαιρετικό σχέδιο αν το εκπονούσαν ο Κλεάνθης και ο Σάουμπερτ όταν σχεδίαζαν εξ αρχής την Αθήνα.
Για περισσότερο πράσινο στην Αθήνα δεν νομίζω ότι μπορεί να εκπονηθεί οριζόντιο σχέδιο. Κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές της και θέλει τα κόλπα της για να αποκτήσει «πράσινες ανάσες», όπως για παράδειγμα τα «πάρκα τσέπης». Εκτός από πράσινο όμως η Αθήνα χρειάζεται, κυρίως, καθαριότητα και μερεμέτια, όπως θα λέγαμε αν επρόκειτο για σπίτι, προκειμένου να κλείσουν οι πληγές που άφησαν στο σώμα της η κρίση και τα επακόλουθά της.