Από τους πολλούς επικήδειους που γράφτηκαν κι ακούστηκαν τις δυο τελευταίες μέρες για την Γιάννη Ιωαννίδη ο καλύτερος ήταν αυτός της κόρης του Ελένης-Θεοδώρας και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Βούλα όλοι ρίγησαν όταν την άκουσαν να αποχαιρετά τον μπαμπά της. «Δάκρυα αυλακώνουν τα πρόσωπά μας, σήμερα που σου λέμε το αντίο, αλλά υπάρχει και ο αντίλογος, η παρηγοριά: θρηνούμε που σε χάσαμε, μα χαιρόμαστε κιόλας επειδή ζήσαμε μαζί σου, μεγαλώσαμε μαζί σου, βαδίσαμε στις στράτες που χάραξες, ακολουθήσαμε τις οδηγίες που μας έδινες. Πάντοτε ζητούσες να σε προσφωνούν κόουτς και τίποτε άλλο. Κοουτσάρα μου, θα σου πω κάτι: το παιχνίδι δεν τελείωσε, απλώς πήρες ένα τάιμ άουτ για να το συνεχίσεις στα επουράνια γήπεδα, περνώντας στην αθανασία. Ενα τραγούδι της αγαπημένης σου, Μαρινέλλας λέει: “Καμιά φορά λέω να αλλάξω ουρανό μα δεν, μα δεν υπάρχουν δρόμοι”. Εσύ όμως μπαμπά μου τους βρήκες αυτούς τους δρόμους…» είπε αποχαιρετώντας τον. Ηταν εκεί όλοι σχεδόν όσοι τον έζησαν πολύ και τον αγάπησαν ατελείωτα. Οι υπόλοιποι θα είναι στο κοιμητήριο της Θέρμης, όπου σήμερα θα υπάρξει η νεκρώσιμη ακολουθία.
Εξέλιξη
Ηταν ο Ιωαννίδης ο καλύτερος προπονητής μπάσκετ που έχει δουλέψει στην Ελλάδα; Δύσκολο να το πεις. Κατά τη γνώμη μου οι επίγονοί του, εξαιρετικοί, «διαβασμένοι» και κοσμοπολίτες προπονητές όπως ο Γιώργος Μπαρτζώκας και ο Δημήτρης Ιτούδης π.χ. ίσως είναι καλύτεροι: κατέκτησαν άλλωστε την Ευρωλίγκα εκτός από πρωταθλήματα. Επίσης δεν χωρά αμφιβολία πως δυο Σέρβοι που δούλεψαν στην Ελλάδα, ο Ντούσαν Ιβκοβιτς και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, υπήρξαν πιο επιδραστικοί σε ό,τι έχει να κάνει με το σπορ και την εξέλιξή του. Ομως ο «Ξανθός» είχε κάτι πιο πολύ από όλους αυτούς: ήταν ένας σταρ. Και ήταν συγχρόνως και αυτός που άλλαξε τον τρόπο που μια χώρα ολόκληρη έβλεπε τον προπονητή και τον ρόλο του. Χωρίς τον Ιωαννίδη αμφιβάλλω πολύ αν θα υπήρχαν οι σημερινοί έλληνες προπονητές που βρίσκουν δουλειά παντού στην Ευρώπη: ο «Ξανθός» άνοιξε ένα δρόμο που όλοι τους περπάτησαν. Και φυσικά χωρίς αυτόν είναι ζήτημα αν ο Ιβκοβιτς, ο Ομπράντοβιτς και άλλοι πολλοί ξένοι που πέρασαν από την Ελλάδα θα είχαν τη στήριξη που το επάγγελμα απαιτεί. Στην πραγματικότητα στα ομαδικά σπορ υπάρχει για τους προπονητές η περίοδος πριν και μετά τον Ιωαννίδη. Ο Ιωαννίδης είναι που με τη συμπεριφορά του, τη δουλειά του, τους τίτλους του και το κύρος του έπεισε μια ολόκληρη χώρα για το ότι η στήριξη ενός προπονητή μπορεί να είναι λόγος επιτυχίας μιας ομάδας ακόμα και στην Ευρώπη. Αυτή είναι η ανεκτίμητη προσφορά του.
Και πριν
Υπήρξαν εξαιρετικοί προπονητές στο μπάσκετ και πριν απ’ τον «Ξανθό». Ο Ματθαίου και ο Μουρούζης π.χ. ήταν δυο δάσκαλοι. Ο Ρίτσαρντ Ντουξάιρ, αμερικανός προπονητής της Εθνικής κάποτε, είχε μια τεράστια συμβολή στην εξέλιξη του σπορ. Αλλά ο Ιωαννίδης ήταν κάτι άλλο: η λαμπρότητά του, η σχεδόν ισοπεδωτική προσωπικότητά του, η μαχητική του διάθεση εντός του γηπέδου και η δημιουργία της αυτοκρατορίας του Αρη (που συνέπεσε με την κατάκτηση του πρώτου μεγάλου τίτλου, δηλαδή του Ευρωπαϊκού του 1987) έκαναν τον Ιωαννίδη να μοιάζει με αρχιτέκτονα θαυμάτων. Συγχρόνως η επιτυχία του έκανε κατανοητό το είδος της προσφοράς του προπονητή σε όποιον ήθελε να καταλάβει τα ομαδικά σπορ καλύτερα. Γύρω από τον νεαρό τότε κόουτς υπήρξαν όχι μόνο καταπληκτικοί παίκτες και εξαιρετικοί παράγοντες, αλλά και κάποιοι έλληνες αθλητικοί συντάκτες για τους οποίους ο «Ξανθός» ήταν ο πρώτος Πάπας μιας θρησκείας που έψαχνε πιστούς – αυτό ήταν στις αρχές του ’80 το ελληνικό μπάσκετ. Και κάπως έτσι πορεύτηκε στα γήπεδα κι ο Ιωαννίδης: είχε πάντα ακόλουθους κι όχι απλά φίλους, φανατικούς υποστηρικτές κι όχι απλά θαυμαστές. Κι αυτό δεν είχε προηγούμενο στην Ελλάδα.
Σακάκι
Ο τρόπος της ενασχόλησης με το μπάσκετ (και στη συνέχεια και με τα υπόλοιπα σπορ) που επέβαλε η παρουσία του «Ξανθού» στα αθλητικά μας δημιούργησε ένα είδος νέας αθλητικής κουλτούρας. Φυσικά πολλοί έχουν να θυμούνται τις εκρήξεις του Ιωαννίδη, τις στιγμές που έδινε το σακάκι στους διαιτητές, τα μοναδικά του τάιμ άουτ, το γεγονός ότι βελτίωσε παίκτες. Αλλοι πάλι μαγεύονταν ήδη τον καιρό που μεσουρανούσε από ιστορίες με αυτόν πρωταγωνιστή – ιστορίες καβγάδων και εμμονών, ιστορίες με δεισιδαιμονίες και υπερβολές, ιστορίες με διαβολιές, ιστορίες με θριάμβους. Αλλά περισσότερο κι από τη μυθολογία του μετρούσε η προσφορά του: ο Ιωαννίδης έμοιαζε για χρόνια όχι ο καλύτερος, αλλά ο μόνος έλληνας προπονητής – ένα είδος αρχέτυπου, ένας προορισμένος για αυτή τη δουλειά και μόνο. Οχι τυχαία, όταν μετά τον Αρη έκανε καταπληκτικά πράγματα στον Ολυμπιακό, πολλοί οπαδοί των Ερυθρόλευκων πίστευαν πως αυτός μπορούσε να είναι η μόνη λύση και για τον πολύπαθο πάγκο της ποδοσφαιρικής ομάδας στα περίφημα «πέτρινα χρόνια» της. Κι ο Ιωαννίδης το πίστευε αυτό: με δυο βοηθούς, μου έχει πει κάποτε θα το τολμούσε. Και για να κάνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στα παγκόσμια χρονικά.
Τίμημα
Φυσικά επειδή στον αθλητισμό όλα έχουν τίμημα, το γεγονός ότι ο Ιωαννίδης έφερε τον ρόλο του προπονητή (δηλαδή τον εαυτό του) στο κέντρο της προσοχής όλων είχε και κόστος. Από ένα σημείο κι έπειτα, πολλοί από αυτούς που είχαν πιστεί για το απόλυτο του πρωταγωνιστικού του ρόλου έφτασαν να του χρεώνουν προσωπικά κάθε ήττα: όπου υπήρχε ο Ιωαννίδης η ευθύνη των αποτελεσμάτων ήταν μόνο δική του – δεν υπήρχε ούτε ευθύνη των παικτών του, ούτε καμίας διοίκησης. Στα μάτια πολλών ο Ιωαννίδης ήταν αυτός που έχασε μισή ντουζίνα final 4 – στην πραγματικότητα και ο Αρης του και ο Ολυμπιακός του και η ΑΕΚ του δεν ήταν φαβορί σε καμία σχεδόν από τις διοργανώσεις που έφτασαν να διεκδικήσουν. Ο Αρης ίσως μπορούσε να παίξει έναν τελικό, ο Ολυμπιακός άξιζε μια μεγάλη κούπα – αυτή που έχασε με την Μπανταλόνα σχεδόν ανεξήγητα στο Ισραήλ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι ομάδες του «Ξανθού» είχαν απέναντί τους μεγαθήρια κι έκαναν υπερβάσεις. Αλλά όταν έχεις πείσει τον κόσμο πως όλα τα μπορείς η κριτική γίνεται αδυσώπητη, άγρια, πρωτοφανής.
Στρατός
Μόνο που κι αυτό ακόμα τον Ιωαννίδη δεν τον άγγιζε. Συνηθισμένος να ζει για τον στρατό των πιστών του ο Ιωαννίδης δεν καταλάβαινε τίποτα. Είναι ο μόνος για τον οποίο έγινε διαδήλωση εναντίον διοίκησης όταν απολύθηκε για πρώτη φορά από τον Ολυμπιακό. Και τότε, όπως και τώρα, ο κόσμος φώναζε «θα σε αγαπάμε μια ζωή, Ιωαννίδη Γιάννη…».