Θέλω να ελπίζω ότι δεν είμαι ο μόνος έλληνας πολίτης που αναρωτιέται αν, και για ποιο λόγο, η κυβέρνηση έχει βαλθεί να υπονομεύσει τον εαυτό της.

Πρόσφατα, και άνετα, επανεκλεγμένη. Χωρίς, ουσιαστικά, αντίπαλο στη Βουλή και στην εν γένει άσκηση της εξουσίας. Με έναν Πρωθυπουργό που συνεχίζει να χαίρει σχετικής εμπιστοσύνης και να επιδεικνύει –όχι μόνο συγκρινόμενος με τους εγχώριους αντιπάλους του – συγκρότηση και αυτοσυγκράτηση. Με ένα κοινωνικό σώμα που υπομένει, προς το παρόν, με μεγαλύτερη από τη συνήθη στωικότητα απανωτά χτυπήματα της μοίρας ή της συγκυρίας: δυστυχήματα κι εγκλήματα, φωτιές και πλημμύρες, ακρίβεια και κακοδιοίκηση. Εχοντας «αέρα στα πανιά της» σε τουλάχιστον δυο κρίσιμα μέτωπα: την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών, που δεν είναι βέβαια το ίδιο με την πραγματική οικονομία, και την ευμένεια των ξένων, που είναι χρήσιμη αλλά όχι αρκετή. Με όλα αυτά τα δεδομένα, και μια τετραετία έργου, που η ίδια το θέλησε «ποιοτικού εκσυγχρονισμού», μπροστά της, θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση να ασχοληθεί και να προσπαθήσει να διορθώσει τα μεγάλα, και εμφανή, προβλήματα της χώρας. Μόνο τη βδομάδα που κλείνει είχαμε τη διαπίστωση, διά στόματος Πρωθυπουργού, τεσσάρων δομικών ελλειμμάτων στον τρόπο διαχείρισης των κρίσεων – συντονισμού, τεχνικών συστημάτων, συμμετοχής σωμάτων  έκτακτης ανάγκης, γενικότερης στρατηγικής, ιδίως έναντι της κλιματικής κρίσης. Ακόμα πιο δομικό πρόβλημα αναδεικνύεται από τη δημοσιοποίηση καταστροφικών δημογραφικών δεδομένων – διπλάσιοι θάνατοι από γεννήσεις –, καθώς και από τις ελλείψεις στα φάρμακα και την κατάσταση στα νοσοκομεία. Εξίσου δομικά, παρά τον τραγελαφικό τους χαρακτήρα, είναι τα ζητήματα οργάνωσης, πρόληψης, προστασίας και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας που έβγαλε στην επιφάνεια η υπόθεση «στέγαστρο Καλατράβα».

Ενώ λοιπόν πολλά και μεγάλα τα προβλήματα, πολύ και βαρύ το έργο που θα ανέμενε κανονικά την κυβέρνηση, αυτή έχει βαλθεί να κόψει τα πόδια της πριν ακόμη αρχίσει να περπατάει. Ένα ογκωδέστατο, δυσκίνητο και με λάθος ανθρώπους στις λάθος θέσεις υπουργικό σχήμα, που έχει ήδη, μέσα σε τρεις μήνες, οδηγήσει και σε λάθος αποφάσεις και σε εξαναγκασμούς σε παραίτηση. Ακατανόητες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, αστοχίες και εξαναγκασμοί σε «παραιτήσεις», όπως στον ΕΟΦ και τον ΕΦΚΑ, που δείχνουν παρατεταμένες αδυναμίες κρίσιμων οργανισμών. «Επικοινωνιακή» διαχείριση, και μάλιστα με λάθος «επικοινωνία», των μεγάλων φυσικών καταστροφών: πιο εύγλωττο παράδειγμα η προβολή επιδοματικού τύπου αντανακλαστικών («έχουμε να πληρώσουμε από τον προϋπολογισμό μας, μας δίνει και η Ευρωπαϊκή Ένωση»). Κερασάκι στην τούρτα, ιδίως δι’ ημάς τους θεσμολόγους, οι χειρισμοί έναντι των ανεξάρτητων Αρχών, σε αυτή τη φάση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, αλλά και, μέσω αυτών, όλων των άλλων: γιατί άραγε έπρεπε η κυβερνητική πλειοψηφία να αναπληρώσει μέλη μια μέρα πριν από σημαντικές αποφάσεις και να επιδείξει τόση κομματικότητα και παρεμβατικότητα, ώστε να προκαλέσει σχεδόν ομόφωνη αποδοκιμασία από το νομικό και γενικά το δημοκρατικό κόσμο;

Προλαβαίνω το ερώτημα: εδώ ο κόσμος –κυριολεκτικά – καίγεται, με τους διοικητές οργανισμών και τις ανεξάρτητες Αρχές θα ασχολούμαστε; Η απάντηση που – παγίως – δίνω: πλήττοντας τη σοβαρότητά της και την ανεξαρτησία των θεσμών, η κυβέρνηση πλήττει τον εαυτό της και δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά δύσκολη αποστολή της.