«Δώσ’ του κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Οσο και αν εκ των υστέρων, αναπολώντας την, θα χαρακτήριζε κανείς ως παραμύθι τη ζωή του σπουδαίου γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη, αφού οι ταλαιπωρίες των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων είχαν ως συνέχειά τους μια μεστή καλλιτεχνικά και ανθρώπινα ζωή, μένει πάντα με ένα πλήθος ερωτημάτων για τα επιμέρους περιστατικά που διαμόρφωσαν τη ζωή αυτή. Κυρίως τι θα είχε επιλέξει κανείς, αν ήταν δυνατόν να ερωτηθεί, πριν αρχίσει να ξεκαθαρίζει ο ορίζοντας, ως προς το τι μέλλει γενέσθαι με μια αδιαμόρφωτη ακόμη μέσα του παρόρμηση. Μελετώντας ωστόσο το βιογραφικό ενός συνόλου καλλιτεχνών είτε πρόκειται για γλύπτες και ζωγράφους είτε για συγγραφείς και μουσικούς καταλήγει στο συμπέρασμα πως όποια και αν υπήρξαν τα αποτελέσματα και η συγκομιδή της εργασίας τους, μικρή ή μεγάλη, καταξιωμένη ή με επιφύλαξη αποδεκτή, κανείς τους δεν φαίνεται ότι θα ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο. Το είχε άλλωστε πολύ ωραία περιγράψει σε ένα εξομολογητικό κείμενό του ο Αλέκος Φασιανός γράφοντας «Οταν αποφάσισα, παιδί ακόμη, πως θέλω να γίνω ζωγράφος, είχα σκεφτεί πως και αν ακόμη αποτύχω, θα έχω περάσει τη ζωή μου κάνοντας κάτι που με ευχαριστεί πολύ». Μια τέτοια σκέψη αναγνωρίζει κανείς σήμερα πως υπήρξε ο πλοηγός, ενώ ήταν ακόμα παιδί, του Θόδωρου Παπαγιάννη που το μουσείο το δημιουργημένο στη γενέτειρά του, στο χωριό Ελληνικό της Ηπείρου, που έχει ήδη καταγραφεί ως ένα από τα ουσιαστικότερα πολιτιστικά κύτταρα της χώρας μας περιλαμβάνει και κωδικοποιεί ένα υψηλότατου επιπέδου καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σε σχέση με την πανάρχαια τέχνη της γλυπτικής.
Το να συζητάς με έναν καλλιτέχνη, οποιαδήποτε κι αν είναι η τέχνη που ασκεί, χωρίς ν’ αναφερθείτε στα παιδικά του χρόνια, είναι σαν να αναγνωρίζεις πως ένα έργο τέχνης μπορεί να προκύψει από μόνο του, χωρίς να έχουν υπάρξει βαθιές ή λιγότερο βαθιές ρίζες. «Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό, σ’ ένα οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον που η τέχνη τού ήταν άγνωστη όχι μόνον ως έννοια αλλά και ως λέξη. Αν κάτι μ’ έκανε να στραφώ προς αυτήν, θα έλεγα πως ήταν η “διαολιά” μου. Ημουν βέβαια ανήσυχο παιδί, αλλά η μόνη επαφή που είχα με την τέχνη ήταν το κεφάλι του Ερμή του Πραξιτέλη που υπήρχε σ’ ένα λευκό μοσχοσάπουνο. Ενώ πήγαινα ακόμη στο Δημοτικό κι ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο ο δάσκαλος που με προετοίμαζε, με χαστούκισε. Το θεώρησα πολύ βάρβαρο κι είπα στους γονείς μου ότι δεν θέλω να πάω στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου, άνθρωπος αγράμματος, αλλά με τη σοφία των ανθρώπων που δεν έχουν μάθει γράμματα, αφού με παρακάλεσε ν’ αλλάξω την απόφασή μου, όταν με είδε να επιμένω, μου είπε: “Καλά, θα πας να βόσκεις πρόβατα”. Σκεπτόμενος ότι με τον τρόπο αυτό θα εκτιμήσω την αξία των γραμμάτων, μου αγόρασε δεκατρία πρόβατα που τα πήγαινα κάθε μέρα για βοσκή. Εσμιξα με το κοπάδι ενός ξαδέλφου μου κι όπως είχα άφθονο χρόνο φυλάγοντας τα πρόβατα, έπαιρνα πέτρες και τις σκάλιζα. Εφτιαχνα κάθε μέρα ένα κεφάλι και πηγαίνοντάς το στο καφενείο, στην πλατεία του χωριού, άκουγα να φωνάζουν: “Είναι ο τάδε. Αύριο να μας φτιάξεις τον …” κι έλεγαν ένα όνομα. Εφτιαχνα λοιπόν κάθε μέρα ένα καινούργιο κεφάλι, το έβαζα σ’ ένα σακούλι και το πήγαινα στο καφενείο. Τα είδε κάποια στιγμή τα κεφάλια αυτά ένας γεωπόνος, περαστικός από το χωριό μας και ρωτώντας ποιος τα φτιάχνει, έμαθε για μένα. Ζήτησε να δει τον πατέρα μου και του είπε: “Κρίμα να φυλάει πρόβατα αυτό το παιδί, μπορεί να γίνει ένας καλός γλύπτης”. Ο πατέρας μου που, κατά βάθος, δεν ήθελε να φυλάω πρόβατα, με ρώτησε μήπως τώρα θα ήθελα να συνεχίσω στο Γυμνάσιο».
Είναι γεγονός πως όσο περισσότερες ταλαιπωρίες έχει υποστεί ένας καλλιτέχνης ως παιδί, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό ακούγεται στα ώριμά του χρόνια η ζωή του σαν παραμύθι. Ο Θόδωρος Παπαγιάννης διεκδικεί αυτό το είδος της «δωρεάς» και για τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια. «Φωνάζει λοιπόν ο πατέρας μου έναν πρώτο μου ξάδελφο, δάσκαλο – μόλις είχε τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία – και του λέει: “Φρόντισέ τον να θυμηθεί μερικά πράγματα γιατί θέλω να τον στείλω στο Γυμνάσιο”. Μου κάνει μάθημα για λίγες μέρες, δίνω εξετάσεις και μπαίνω στο Γυμνάσιο. Είχα μάθει ότι ο Πάνος Βρέλλης, ο γλύπτης, που είχε τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών, ζούσε σ’ ένα διπλανό χωριό κι ότι ήταν καθηγητής στη Ζωσιμαία Σχολή, στα Γιάννενα. Είχε μάθει για μένα, ότι είμαι ένα παιδί που σκάλιζε πέτρες στο χωριό, με υποδέχτηκε μ’ έναν συγκινητικό τρόπο, αλλά λίγο καιρό μετά πήρε μια υποτροφία κι έφυγε για την Ιταλία. Ο καθηγητής που τον διαδέχτηκε μου είπε κάποια στιγμή: “Εσύ θα πρέπει να πας στη Σχολή Καλών Τεχνών”. Υπήρχε όμως πολλή φτώχεια, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα τόσα παιδιά που είχε, δεν είχε και μια κανονική δουλειά. Εκανε μια ενέργεια για να πάω στη Σχολή Γλυπτικής που λειτουργούσε στην Τήνο και η φοίτηση ήταν δωρεάν. Ετσι στην τετάρτη Γυμνασίου εγκαταλείπω τη Ζωσιμαία, ένα εξαιρετικό πρότυπο σχολείο και φεύγω για την Τήνο. Κατεβαίνοντας όμως στον Πειραιά, μαθαίνω ότι στο χωριό Πύργος,όπου ήταν η Σχολή, δεν υπήρχε Γυμνάσιο. Επιστρέφω στα Γιάννενα, περνώντας όμως από την Αθήνα, συναντώ με σύσταση του καθηγητή μου στη Ζωσιμαία, έναν φίλο του στη Σχολή Καλών Τεχνών, ονόματι Φιλιππότη. Χάρη στη γνωριμία αυτή, μπόρεσα να επισκεφτώ τη Σχολή και να δω να παρακολουθούν τα μαθήματα μικρά παιδιά που δεν είχαν τελειώσει ακόμη το Γυμνάσιο. Επέστρεψα στα Γιάννενα και, τελειώνοντας την τετάρτη Γυμνασίου, ήρθα στην Αθήνα. Εδωσα εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών – είχα μάθει στο μεταξύ πως είναι κάτι που γίνεται – και μπήκα πρώτος, χωρίς να έχει υπάρξει καμία προετοιμασία. Παράλληλα με τη Σχολή, συνέχισα το Γυμνάσιο, το νυκτερινό, το Δεύτερο Γυμνάσιο, Αχαρνών και Χέυδεν».
Στη Σχολή Καλών Τεχνών
Θα έπρεπε κάποτε να μελετηθεί, με βάση το χωριό ή την κωμόπολη απ’ όπου προέρχονται πολλοί καλλιτέχνες, ποια θα ήταν η πολιτιστική ταυτότητα της χώρας, αν οι καλλιτέχνες αυτοί είχαν μείνει στα χωριά και στις κωμοπόλεις τους. Μια διερεύνηση με απρόβλεπτες καλλιτεχνικές, ηθικές και τελικά κοινωνικές παραμέτρους. «Οι σπουδές μου στη Σχολή υπήρξαν μια σημαντικότατη περίοδος της ζωής μου. Ομως οι πραγματικές σπουδές πάνω στα προβλήματα της γλυπτικής έγιναν στο εργαστήρι του Γιάννη Παππά που, αφού τέλειωσα τη Σχολή, με κράτησε ως βοηθό του. Είμαστε στα 1970, είναι η εποχή που οι καθηγητές αρχίζουν να παίρνουν βοηθούς, ως τότε μέσα στο εργαστήρι δεν θα συναντούσες παρά μόνον τον καθηγητή και τον πρωτόσχολο, έναν παλαιότερο μαθητή που φρόντιζε το εργαστήριο. Συνδεθήκαμε πολύ με τον Γιάννη Παππά, κάναμε μαζί πολλά ταξίδια, μου γνώρισε τον ζωγράφο Ευθύμη Βαρλάμη, έναν πνευματικό άνθρωπο υψηλού κύρους. Να προσθέσω και μια συγκινητική λεπτομέρεια, οικιακή βοηθός στο σπίτι του Παππά ήταν η μητέρα μιας σπουδαίας καλλιτέχνιδας, του φοβερού αηδονιού που ακούει στο όνομα Δόμνα Σαμίου. Από τους πρώτους βοηθούς στα εργαστήρια υπήρξαμε ο Δημήτρης Μυταράς, ο Λευτέρης Κανακάκης κι εγώ. Ωφελήθηκα τα μέγιστα κοντά στον Παππά. Κάθε φορά που ερχόταν στο εργαστήρι, είχε πάντα μαζί του τη μετάφραση ενός βιβλίου. Μιλούσε άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες και μας διάβαζε, μεταφράζοντας συχνά ο ίδιος, κείμενα για την τέχνη. Εφερνε επίσης στη Σχολή πολύ σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, τον Αγγελο Τερζάκη, τον Ε.Π. Παπανούτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Δημήτρη Χορν και συζητούσαμε μαζί τους για πολύ σημαντικά πράγματα. Μας έφερνε σ’ επαφή με την πολύ υψηλή διανόηση εκείνης της εποχής. Δεν είχαμε καμία ουσιαστική παιδεία, ειδικά εγώ, που κόντεψα στο νυκτερινό Γυμνάσιο να ξεχάσω αυτά που είχα μάθει στα τέσσερα χρόνια της Ζωσιμαίας. Κάναμε επίσης πολύ ωραίες εκδρομές σε αρχαιολογικούς χώρους και σε μουσεία. Η αδελφή του Γιάννη Παππά, η Υπατία, γυναίκα του Βουρλούμη, ήταν αρχαιολόγος και ξεναγός και συνοδεύοντάς μας στο Σούνιο, στη Βραυρώνα, στην Κόρινθο, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, μας έλεγε καταπληκτικά πράγματα».
Παρατηρημένο παγκοσμίως πως όσο εκτεταμένες κι αν είναι οι σπουδές ενός καλλιτέχνη, σε σχέση πάντα με το αντικείμενό του, δεν παύει να παραμένει προσηλωμένος σε μια «επιμέρους» πτυχή που φαίνεται να κυριαρχεί τελικά στο σύνολο του έργου του. «Το θέμα που είχα υποβάλει προκειμένου να πάρω την υποτροφία του ΙΚΥ αφορούσε τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Πρόκειται για μια τόσο σπουδαία τέχνη που εισχωρεί μέσα σου και σε κυριεύει ακόμη κι αν δεν το επιδιώξεις. Αν παρατηρείται μια αρχαιολατρία στην τέχνη μου, οφείλεται κυρίως στο ότι ήθελα να καταλάβω το νόημά της, να εμπνευστώ από τα διδάγματά της. Δεν ήθελα ν’ αντιγράψω μια τέχνη που έτσι κι αλλιώς δεν αντιγράφεται. Υπήρξε μια ευτυχισμένη ώρα για την ανθρωπότητα που έκανε την τέχνη αυτή να σκορπίσει σε όλο τον κόσμο. Ετσι, λοιπόν, όταν πήγα στο Παρίσι, δεν αισθανόμουν φτερό στον άνεμο ώστε να θέλω να μιμηθώ ή ν’ αντιγράψω ό,τι έβλεπα. Οποιο κι αν ήταν το “ρεύμα” που ήρθα σ’ επαφή μαζί του, στάθηκε αδύνατο να με θαμπώσει, γιατί είχα ήδη μια “θέση”, σε σχέση με τα πράγματα που ήθελα να κάνω. Δεν υπήρξα βέβαια μια “περίπτωση” αντίστοιχη με κείνη του Θανάση Ατάρτη που είχε πει πολύ σκληρά πράγματα για τη σύγχρονη τέχνη. Αλλά όπως ο Γιάννης Παππάς και ο Γιάννης Τσαρούχης που έζησαν στο Παρίσι και βρέθηκαν μέσα στη μεγάλη φουρτούνα της σύγχρονης τέχνης αλλά δεν επηρεάστηκαν στο παραμικρό, αυτό ακριβώς συνέβη και με μένα. Δεν υπάρχει λόγος να μιμηθούμε τον Πικάσο ή οποιουσδήποτε άλλους. Είναι τόση η σοφία που παρατηρείς μελετώντας την αρχαία ελληνική τέχνη ώστε φτάνει να πιστεύεις πως οι αρχαίοι Ελληνες έχουν κάνει τα πάντα. Δεν είναι δυνατόν να αντλούν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες από τη δική μας αρχαιότητα και να μην αντλούμε εμείς από αυτήν».
Το μουσείο στο Ελληνικό
Οσο κι αν ένα μουσείο δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον ρυθμό της καθημερινότητας μιας περιοχής, δεν παύει ωστόσο ν’ αποτελεί ένα σημείο αναφοράς καθώς η περιοχή αυτή ακριβώς λόγω του μουσείου αποκτά δεσμούς με όλη την επικράτεια. «Μια σπουδαία παρακαταθήκη όπως αυτή των σχολείων – σχεδόν πανεπιστήμια θα τα χαρακτήριζε κανείς – που ακμάσανε στην Ηπειρο την περίοδο του Διαφωτισμού υπήρξε το κυριότερο έναυσμα για τη δημιουργία του μουσείου στο Ελληνικό. Ενα μουσείο που τα εγκαίνιά του έγιναν πριν από δεκατέσσερα χρόνια, επτά ημέρες μετά τη συνταξιοδότησή μου από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου εργάστηκα για σαράντα χρόνια, ως βοηθός και στη συνέχεια ως πρωτοβάθμιος καθηγητής. Το ετοίμαζα για πέντε – έξι χρόνια, ενώ ήμουν ακόμη στη Σχολή και θέλησα με τη δημιουργία του να διασώσω τις μνήμες και τα βιώματά μου σε σχέση με τον τόπο αυτό, που είναι οι μνήμες και τα βιώματα πολλών ανθρώπων. Κυρίως θέλησα να τιμήσω τους μεγάλους ηπειρώτες ευεργέτες – όπως γνωρίζετε η Ηπειρος έχει μεγάλη παράδοση στον ευεργετισμό – αλλά και τον αφανή, τον “ανώνυμο” γεωργό και βοσκό και τον μόχθο τους».