Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, η συνεργασία της με τον Γιάννη Δαλιανίδη προέκυψε έπειτα από δική της προτροπή αφού ένιωθε πως δεν είχε βρει μέχρι τότε στην πορεία της τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό της. Αν και ο σκηνοθέτης στην αρχή είχε αντιρρήσεις αφού θεωρούσε ότι μια ψηλή, αδύνατη γυναίκα «με μούρη σαν από έργο του Μοντιλιάνι», με σοβαρές καταβολές δεν ήταν η κατάλληλη για τα μιούζικαλ που εκείνος έκανε, πείσθηκε τελικά να τη δοκιμάσει σ’ έναν περιορισμένο ρόλο στις «Θαλασσιές τις χάντρες», καταλήγοντας τελικά στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» να την κάνει πρωταγωνίστριά του. Αν και η ίδια γνώριζε ότι πρέπει να ξεπεράσει τους εσωτερικούς περιορισμούς που ένιωθε μέσα της, έχοντας μεγαλώσει σε μια αστική οικογένεια, το βήμα αυτό δεν της βγήκε αβίαστα. «Δεν μου άρεσα στις ταινίες εμφανισιακά. Είχα, όμως, τον χαρακτήρα να με επιβάλω. Το τσιφτετέλι που έπρεπε να χορέψω στο “Είμαι γυναίκα του γλεντιού” μού φάνηκε εξωπραγματικό με τις αστικές καταβολές που είχα. Ηπια κονιάκ, έγινα ντίρλα και έτσι βγήκε η σκηνή. Στο τρίτο μιούζικαλ λύθηκα, στο “Γοργόνες και μάγκες”. Εκεί, ναι, μου άρεσα», είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή της.