Στον βηματισμό της κυβέρνησης μπροστά σε δύο ακόμη εκλογικές αναμετρήσεις – τις αυτοδιοικητικές κάλπες της 8ης και 15ης Οκτωβρίου και τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024 –, παρά τις κινήσεις της αντιπολίτευσης, δείχνει να προσηλώνεται το Μαξίμου, θεωρώντας ότι η υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος και η διαχείριση των κρίσεων (ανάμεσά τους η αντιμετώπιση της ακρίβειας) είναι πρωτίστως εκείνα που αυτομάτως θα κλείνουν τα πολιτικά περιθώρια για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη νέα ηγεσία του.
Προς το παρόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει μετρημένα, τροχιοδεικτικά πυρά προς τον Στέφανο Κασσελάκη (αιχμές, για παράδειγμα, για τη «συμπόρευση» του νέου προέδρου της Κουμουνδούρου με «τα παλαιότερα, σαθρά υλικά») και ουσιαστικά δίνει «πολιτικό» ραντεβού συνολικά με την αντιπολίτευση στις κάλπες.
Στο φόντο αυτής της επιλογής υπάρχει ο πρώτος κύκλος δημοσκοπήσεων οι οποίες μπορεί να πιστοποιούν δυσαρέσκεια για κυβερνητικούς χειρισμούς (στις φυσικές καταστροφές κ.ά.), όπως ανέμεναν άλλωστε οι γαλάζιοι, ωστόσο αποτυπώνουν ταυτόχρονα και μια σταθερότητα στη μεγάλη εικόνα: στους πολιτικούς συσχετισμούς, γενικώς και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την (αρνητική) αξιολόγηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τους πολίτες.
Με λίγα λόγια, ο Κασσελάκης, δημοσκοπικά τουλάχιστον, δεν ανατρέπει προσώρας τους σκληρούς ή τους ποιοτικούς δείκτες των γκάλοπ, παραμένοντας για το Μαξίμου ένας αντίπαλος «άγνωστος Χ», για τη στρατηγική του οποίου μόνο εκτιμήσεις μπορούν να κάνουν οι γαλάζιοι.
Την ίδια στιγμή η αδυναμία της αντιπολίτευσης να κερδίσει από κυβερνητικές απώλειες δεν μειώνει τις πιέσεις που δέχεται η κυβέρνηση τόσο από τα γεγονότα όσο και από τις δικές της κινήσεις.
Εξ ου και εν αναμονή της «γόνιμης αντιπαράθεσης» που ζητεί το Μαξίμου από την Κουμουνδούρου, στο πρωθυπουργικό επιτελείο αναγνωρίζουν τις «παγίδες» που μπορεί να κρύβει αφενός η αναμέτρηση με έναν «άγνωστο», απρόβλεπτο αντίπαλο, αφετέρου η αίσθηση ότι η απουσία αντιπολίτευσης μπορεί να «καθαρίζει» από μόνη της την κυβερνητική πορεία σε συνθήκες πολιτικής κυριαρχίας στη διάρκεια της τετραετίας.
Με το βλέμμα (και) στα άκρα
Την ώρα που οι δημοσκοπήσεις των ημερών δείχνουν ότι οι πολίτες δεν διακρίνουν εναλλακτική αξιόπιστη πρόταση στους αντιπολιτευτικούς κόλπους, όσο κι αν ταυτόχρονα δεν έχουν καμία διάθεση να συγκρατήσουν την αρνητική βαθμολόγησή τους στους κυβερνώντες, το Μαξίμου εξακολουθεί να ρίχνει το βλέμμα (και) στα άκρα.
Στις δημοσκοπήσεις τα τρία κόμματα στα δεξιά της Δεξιάς – η Ελληνική Λύση, η Νίκη και οι «Σπαρτιάτες» – συγκεντρώνουν αθροιστικά από 12%+ έως 16%+, ένα ποσοστό που όσο κι αν διαχέεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις δεν πρέπει να υποτιμάται.
«Ολα τα παρακολουθούμε…» λέει λακωνικά κυβερνητικός αξιωματούχος, αναγνωρίζοντας ότι η σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες ενδυναμώνεται μόνο μέσα σε περιβάλλον ασφάλειας, με αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα – από το κόστος της καθημερινότητας μέχρι τον τρόπο λειτουργίας του κράτους.
Η κόκκινη κάρτα στο συρτάρι
Ολα δείχνουν ότι στο παιχνίδι «χωρίς αντίπαλο» το πρωθυπουργικό γραφείο μάλλον αρχίζει να προβληματίζεται, παρά εφησυχάζει, διαπιστώνοντας… εσωτερικούς κινδύνους.
Το μαρτυρούν οι επαναλαμβανόμενες συστάσεις του Μητσοτάκη προς τους δικούς του εντός κυβέρνησης και κόμματος για συντεταγμένη πορεία χωρίς σημάδια έπαρσης και δίχως παραφωνίες που απειλούν με ρωγμές την εικόνα κυβερνητικής συνοχής.
«Με αποφασιστικότητα αλλά και ταπεινότητα», κατά την εντολή Μητσοτάκη. Τα «φάλτσα» ωστόσο δεν έχουν αποφευχθεί ούτε στο διάστημα μετά τη ΔΕΘ και έπειτα από ένα πρώτο κύμα αναταράξεων που είχε οδηγήσει ακόμα και σε αλλαγές προσώπων στο κυβερνητικό σχήμα.
Αντίθετα, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τα «κεντρικά» ήρθαν εκ νέου στη δύσκολη θέση έκτακτης διαχείρισης συγκεκριμένων περιπτώσεων ώστε να «μαζευτούν» – τουλάχιστον – οι εντυπώσεις για ευαίσθητα θέματα και να μη μετατραπούν σε μια κακοφωνία η οποία δύσκολα θα κρυβόταν στη δημόσια σφαίρα.
Ειδικά ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, το ζητούμενο του Μαξίμου ήταν η απόλυτη συστράτευση, χωρίς εσωτερικούς κραδασμούς. Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να κρατά στο συρτάρι του το… καρτελάκι του διαιτητή με την κίτρινη και την κόκκινη κάρτα – όπως του το χάρισε προ ολίγων εβδομάδων στη Νέα Υόρκη ο πρόεδρος της FIFA Τζιάνι Ινφαντίνο.
Δύο προκλήσεις
Πέραν της αγωνίας η κυβέρνηση να μπορεί να απαντά αποτελεσματικά στην «αναμέτρηση με τα προβλήματα των πολιτών» χωρίς πολιτική έπαρση από εφησυχασμένους – λόγω της «ελέγξιμης», όπως θεωρούν, φθοράς παρά τους εξαιρετικά δύσκολους προηγούμενους μήνες – υπουργούς και βουλευτές, το Μαξίμου έρχεται αντιμέτωπο με άλλες δύο προκλήσεις: την αποφυγή ανισορροπίας και την αποφυγή αδράνειας.
Συγκεκριμένα η πρώτη αφορά τη διατήρηση ικανοποιητικής ισορροπίας μεταξύ της επικοινωνίας και των πράξεων της κυβέρνησης, ώστε να μη θολώνει το πρωθυπουργικό αφήγημα ότι «λέμε μόνο όσα μπορούμε να κάνουμε και όχι περισσότερα». Η δεύτερη έχει να κάνει με τον χρονισμό των κυβερνητικών παρεμβάσεων, ιδίως των πιο «δύσκολων» μεταρρυθμίσεων, δεδομένου ότι παρασκηνιακά διαμορφώνονται δύο σχολές σκέψης για το αν και τι πρέπει να έρθει πιο μπροστά και τι πρέπει να μετατεθεί για αργότερα ώστε να μη χαθεί πολιτικό κεφάλαιο τουλάχιστον μέχρι τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024.