Σήμα κινδύνου για 500 γέφυρες σε ολόκληρη την Ελλάδα εκπέμπουν οι επιστήμονες. Πρόκειται για κατασκευές που βρίσκονται στο παλιό οδικό δίκτυο της χώρας, έχουν συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής, δεν έχουν αναβαθμιστεί και η συντήρησή τους κρίνεται πλέον επιτακτική.
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας Βασίλειος Μπαρδάκης, «στη χώρα μας υπολογίζεται ότι υπάρχουν συνολικά 17.000 γέφυρες, εκ των οποίων οι 3.000 βρίσκονται στο παλιό εθνικό και επαρχιακό δίκτυο. Μιλάμε για γέφυρες με άνοιγμα τουλάχιστον έξι μέτρων.
Δυστυχώς δεν έχει δοθεί η απαραίτητη έμφαση στη συντήρηση και την αναβάθμισή τους, με αποτέλεσμα να εκτιμούμε ότι περίπου 500 από αυτές είναι εύτρωτες». Οπως εξηγεί ο Μπαρδάκης, πρόκειται για γέφυρες που κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες 1960, 1970 και 1980 με μέση ηλικία τα περίπου 50 έτη, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν υπερβεί το «θεωρητικό όριο» της ζωής τους. «Τα συμβατικά έργα, όπως οι γέφυρες, φτιάχνονται με έναν χρονικό ορίζοντα όχι μεγάλο, περίπου 50 ετών με μικρή συντήρηση.
Πλέον οι γέφυρες αυτές προσεγγίζουν ή έχουν ξεπεράσει τη θεωρητική διάρκεια ζωής τους», λέει.
Ο ίδιος επισημαίνει πως μετά τα πρόσφατα γεγονότα στη Θεσσαλία και εξαιτίας των ολοένα και συχνότερων ακραίων καιρικών φαινομένων «θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις γέφυρες που ενώνουν υδάτινα κωλύματα, δηλαδή όχθες χειμάρρων, ποταμών κ.λπ. Οι γέφυρες αυτές που έχουν χτιστεί πριν από τη δεκαετία του ’80 δεν κατασκευάζονταν με τόσο αυστηρές προδιαγραφές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσες χτίζονταν τότε με μεσόβαθρα δεν έχουν βαθιά θεμελίωση με πασσάλους. Εκεί, λοιπόν, αναπτύσσονται ευκολότερα καθιζήσεις ή έχουν υποσκαφεί. Αυτή η αδυναμία σε συνδυασμό με την ένταση των φαινομένων είναι ένα σημάδι ότι πρέπει να παρέμβουμε».
«Φοβόμαστε για τη ζωή μας»
Τι γίνεται, όμως, όταν τα προβλήματα είναι ορατά ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού; Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της γέφυρας Βρυούλων στην Εθνική Οδό Αθηνών – Λαμίας στο ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας, η οποία, παρότι έχει διαπιστωμένες βλάβες από το 2022, δεν έχει ακόμη επισκευαστεί.
Το θέμα είχε λάβει διαστάσεις ύστερα από καταγγελίες κατοίκων που εντόπισαν φθορές. Το τσιμέντο σε κάποια σημεία της γέφυρας, που φτιάχτηκε τη δεκαετία του ’60 είχε υποχωρήσει και φαίνονταν τα σίδερα. Κλιμάκιο μηχανικών της Περιφέρειας Αττικής πραγματοποίησε αυτοψία και τον Φεβρουάριο του 2022 υπεγράφη προγραμματική σύμβαση για την επισκευή της.
Καμία παρέμβαση δεν είχε γίνει σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, με αποτέλεσμα το θέμα να συζητηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας τον Ιούλιο του 2023 με πρωτοβουλία της παράταξης Λαϊκή Συσπείρωση, η οποία μεταξύ άλλων επεσήμαινε: «Εν έτει 2023, σε μια εποχή άπειρων δυνατοτήτων, φτάσαμε στο σημείο να φοβόμαστε για τη ζωή μας, περνώντας πάνω ή κάτω από τις γέφυρες της Εθνικής Οδού» απαιτώντας παράλληλα την άμεση λήψη μέτρων.
Μέχρι σήμερα δεν άλλαξε κάτι. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο εντεταλμένος περιφερειακός σύμβουλος για θέματα τεχνικών έργων Θανάσης Κατσιγιάννης, η Περιφέρεια έχει ελέγξει και τις 108 γέφυρες οδικής κυκλοφορίας που βρίσκονται στην αρμοδιότητά της. Για τη γέφυρα Βρυούλων επιβεβαιώνει ότι δεν έχει επισκευαστεί παρότι η προγραμματική σύμβαση υπεγράφη το 2022. «Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα με αυτήν τη γέφυρα», λέει.
«Η γέφυρα αυτή φτιάχτηκε με λάθος ύψος. Είναι χαμηλότερη από τις άλλες και κάποια ψηλά φορτηγά “βρίσκουν”, με αποτέλεσμα να προκαλούν φθορές. Γι’ αυτό αποφασίστηκε να προχωρήσουμε σε ριζική αλλαγή της. Εγινε μια πρώτη μελέτη, όμως προέκυψε ότι θα χρειαστούν μεγάλοι χρόνοι διακοπής της κυκλοφορίας στην εθνική οδό και γι’ αυτό δεν προχωρήσαμε. Πλέον έχουμε σκεφτεί μια άλλη λύση και είμαστε σε αυτή τη φάση, να τοποθετήσουμε μια μεταλλική γέφυρα τύπου Μπέλεϊ όπως αυτές που έστησε ο στρατός στην πλημμυρισμένη Θεσσαλία και να γίνουν οι εργασίες», λέει.
«Υπάρχει έλλειμα συντήρησης σε όλες τις υποδομές, όμως συνήθως το θυμόμαστε όταν επέλθει μια καταστροφή», σημειώνει από την πλευρά του ο Αρης Χατζηδάκης, πολιτικός μηχανικός και αναπληρωτής πρόεδρος του ΟΑΣΠ. «Οι παλαιότερες γέφυρες που βρίσκονται στο επαρχιακό οδικό δίκτυο είναι πολύ επίφοβες.
Και αυτές που δέχονται βαριά κυκλοφορία είναι οι πρώτες που θα πρέπει να ελεγχθούν, διότι υφίστανται φορτία που δεν είχαν υπολογιστεί πριν από 40 χρόνια. Σκεφτείτε πόσο έχει αυξηθεί η κυκλοφορία οχημάτων από τότε», λέει ενώ η επιβάρυνση προβλέπεται ακόμη μεγαλύτερη στο μέλλον, καθώς τα ηλεκτροκίνητα οχήματα που προωθούνται για περιβαλλοντικούς λόγους είναι πιο βαριά. «Δυστυχώς δεν έχει συνειδητοποιηθεί το μέγεθος του προβλήματος», λέει ο κ. Χατζηδάκης.
«Και δεν έχει συνειδητοποιηθεί πανευρωπαϊκά, ώστε να διατεθούν τα απαιτούμενα κονδύλια. Είναι δυνατό να λέμε ότι πάμε μπροστά και την ίδια στιγμή να χάνουμε ήδη δημιουργημένο πλούτο, όπως αυτός που χάθηκε στη Θεσσαλία…;».
«Ο χρόνος τελειώνει»
«Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χάσιμο». Αυτό διαμηνύει μέσα από «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο πρόεδρος του ΤΕΕ Γιώργος Στασινός, αναφορικά με την ανάγκη ελέγχου των δημοσίων κτιρίων και υποδομών ανά την επικράτεια ως προς τη στατικότητά τους.
Ο ίδιος τοποθετεί την ολοκλήρωση του ελέγχου του 80% των κρίσιμων, δημοσίων κτιρίων εντός του πρώτου εξαμήνου του 2024 υπογραμμίζοντας, παράλληλα, ότι μέχρι να συμπληρωθεί το Εθνικό Μητρώο Υποδομών, ώστε να γνωρίζουν όλοι κάθε πότε συντηρείται και από ποιον ένα δημόσιο έργο, θα πρέπει ο εκάστοτε αρμόδιος φορέας να ελέγχει κτίρια και υποδομές της δικαιοδοσίας του.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών ΕΜΠ Κωνσταντίνος Σπυράκος, ο οποίος επισημαίνει ότι, ενόψει κλιματικής κρίσης, «δεν υπάρχει χρόνος και πολυτέλεια» για περαιτέρω καθυστερήσεις σε ελέγχους και αναγκαίες επεμβάσεις ενώ τονίζει ότι νοσοκομεία, μουσεία, κτίρια αστυνομίας, πυροσβεστικής, γέφυρες, σχολεία, εκκλησίες και στάδια χρήζουν ελέγχου αμέσως.
Από την πλευρά του, ο Βασίλης Μπαρδάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας (ΣΠΜΕ), προτεραιοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους σε γέφυρες προ του ’80 και σε σχολεία και νοσοκομεία πριν από το ’85, τα οποία και χαρακτηρίζει κτίρια «πολύ μεγάλου ρίσκου».
«Τον Ιανουάριο ξεκινά πρωτοβάθμιος έλεγχος σε σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, αστυνομικά και πυροσβεστικά κτίρια. Σε ένα εξάμηνο μπορεί να έχει τελειώσει το 80%.
Επιπλέον, το ΤΕΕ έχει έτοιμη την πλατφόρμα για το Εθνικό Μητρώο Υποδομών, όπου θα υπάρχει η ταυτότητα κάθε δημόσιου έργου, ποιος είναι ο υπεύθυνος συντήρησης και κάθε πότε γίνεται η συντήρηση. Οπότε, αντί να ψάχνουμε κάθε φορά τι συμβαίνει, θα μπαίνουμε εκεί και θα γνωρίζουμε τα πάντα», εξηγεί ο πρόεδρος του ΤΕΕ και προσθέτει: «Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χάσιμο. Ολα θέλουν προτεραιοποίηση. Και δεν θα τα καταφέρουμε όλα σωστά γιατί χρειάζονται απεριόριστους πόρους, ανθρώπινους και οικονομικούς.
Δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουν πράγματα που έπρεπε να γίνουν σταδιακά. Επίσης, κανένας πολίτης δεν θα δεχόταν να του πούμε ότι θα τα φτιάξουμε πιο γρήγορα αλλά θα τριπλασιάσουμε τους φόρους. Ωστόσο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι, κάθε αρμόδιος φορέας θα πρέπει να είναι σε μεγαλύτερη ετοιμότητα για ελέγχους σε κτίρια και υποδομές της δικαιοδοσίας του».
Για τον καθηγητή Αντισεισμικών Κατασκευών ΕΜΠ Κωνσταντίνο Σπυράκο, κομβικό σημείο για τη βελτίωση της υφιστάμενης «θολής» κατάστασης είναι η θεσμοθέτηση των ελέγχων από την πολιτεία.
«Ο κανονισμός προτρέπει, χωρίς να το επιβάλλει διά νόμου, πότε πρέπει να γίνονται έλεγχοι ανά κατηγορία κτιρίων. Αν αυτό θεσμοθετηθεί, τότε τα πράγματα θα αλλάξουν. Υπάρχει η βούληση; Σε χώρες όπως η Ιαπωνία, η Αμερική, τέτοιες διατάξεις υπάρχουν και εφαρμόζονται», αναφέρει ο Κ. Σπυράκος.
Και συνεχίζει: «Ολα είναι κατηγοριοποιημένα από τον Κανονισμό (Ευρωκανονισμό και Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό): Υπάρχουν τα κατηγορίας Σ4 – νοσοκομεία, μουσεία, κτίρια πυροσβεστικής, αστυνομίας -, όλα εκείνα τα κτίρια που σε περίπτωση σεισμού ή έκτακτου γεγονότος θα πρέπει να λειτουργούν απρόσκοπτα. Tα κατηγορίας Σ3 – σχολεία, εκκλησίες, στάδια -, τα οποία επίσης, σε περίπτωση σεισμού, θα πρέπει να έχουν αυξημένη αντοχή για να μην προκληθούν τραυματισμοί και θάνατοι.
Σημειωτέον ότι οι πέτρινες εκκλησίες είναι το πιο ευάλωτο σύστημα σε σεισμό. Tα κατηγορίας Σ2 – γραφεία, κατοικίες – και τα κατηγορίας Σ1 – αποθήκες. Mε τα δεδομένα που έχουμε σήμερα, ιδίως τα κτίρια που ανήκουν στις κατηγορίες Σ4 και Σ3 θα πρέπει να ελεγχθούν από τους αρμόδιους φορείς αμέσως. Το θέμα είναι, υπάρχει στελέχωση; Υπάρχει τεχνογνωσία; Υπάρχουν τα κονδύλια;», αναρωτιέται ο Κ. Σπυράκος και επισημαίνει: «Δεν υπάρχει χρόνος και πολυτέλεια να καθυστερούμε τους ελέγχους και τις κατάλληλες επεμβάσεις».