Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο Πίντερ δεν είναι ένας μέγας θεατρικός δημιουργός έξοχων έργων, είναι ένας σταθμός στην παγκόσμια ιστορία του θεάτρου. Ευριπίδης, Σαίξπηρ, Τσέχωφ, Πιραντέλλο οι προηγούμενοι σταθμοί μιας ένδοξης τέχνης και πορείας. Στο περασμένο κείμενο αυτής εδώ της εβδομαδιαίας σελίδας ιστορίας του θεάτρου στάθμευσα, έπειτα από εισαγωγικές κρίσεις, στο έργο του Πίντερ «Παλιοί καιροί». Το 1977-78, με την ευκαιρία που ο ιδιοφυής έλληνας σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης σκηνοθέτησε στο Θέατρο ΚΑΠΠΑ την «Επιστροφή» του άγγλου συγγραφέα, με έξοχους έλληνες πρωταγωνιστές-μαστόρους του θεάτρου (Βασίλης Διαμαντόπουλος, Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Κούρκουλος, Νόνικα Γαληνέα, Γιώργος Μοσχίδης κ.ά.), έγραφα στην κριτική μου στο «ΒΗΜΑ», με τίτλο «Πιντερικές παραβολές»:

Παραβολές

«Ο Πίντερ αντέδρασε κάποτε δίκαια, όταν αποπειράθηκαν να ονομάσουν τα έργα του αλληγορίες. Πράγματι, το θέατρο το αλληγορικό είναι ένα ψεύτικο κατασκεύασμα, αφού ο συγγραφέας του προσπαθεί να ντύσει μια ιδέα με σχέσεις σκηνικές. Η ιδέα μικραίνει ή φτηναίνουν οι σχέσεις και τα πρόσωπα. Ο Πίντερ γράφει παραβολές με τη σημασία που δίνει στη λέξη ο Αριστοτέλης (“παραβολή δε τα Σωκρατικά”). Παραβολή είναι μια σύγκριση, μια αναλογία, ένας παραλληλισμός, μια εικόνα που αναπαριστά γνωστά, κοινόχρηστα συμβάντα. Δεν υποτάσσει ο Πίντερ το γενικό και αφηρημένο σε οικείες μορφές, όπως κάνει η αλληγορία. Απομονώνει το συγκεκριμένο επιμέρους και το μελετά ως παράδειγμα του όλου. Καταπιάνεται με μοντέλα της πραγματικότητας, με στερεότυπα, όπως ο μικροβιολόγος απομονώνει στο δίσκο του μικροσκοπίου μια μικρή αποικία βακτηριδίων και συμπεραίνει από την πυκνότητά της για τον πληθάριθμό της. Στο έργο του απλώς εκθέτει τα ευρήματά του, γι’ αυτό, σε πρώτη ανάγνωση, τα έργα του Πίντερ δίνουν την εντύπωση μιας ηθογραφίας, μιας ρεαλιστικής απεικόνισης. Η δουλειά του δεν είναι να εξηγεί. Ο αστός ρεαλιστής, ρασιοναλιστής από πίστη και από ανάγκη, ψάχνει να βρει τα αίτια των γεγονότων, να εξηγήσει τον αποχρώντα λόγο των ανθρώπινων σχέσεων. Η τέχνη γι’ αυτόν οφείλει να εξηγήσει λογικά τη ζωή.

Ετσι το αστικό θέατρο γραφόταν κατά μίμηση της κλασικής φυσικής. Μελετούσε τα φαινόμενα του βίου με τη μέθοδο του πειράματος. Αναπαρήγε τη ζωή, δημιουργώντας βολικές, ιδανικές και επαρκείς συνθήκες. Και κατέληγε σε συμπεράσματα. Αυτό το είδος θεάτρου δοξάστηκε από τον Ιψεν και τον Μπέρναρντ Σω. Ο Πίντερ είναι σύγχρονος με τη θεωρία της απροσδιοριστίας στη Φυσική. Οι κλασικές αρχές της λογικής, η ταυτότητα και η αντίφαση κλονίζονται, δεν επαρκούν ως αξιώματα για να εξηγήσουν τον κόσμο της ύλης. Μπορούν τάχα να εξηγήσουν τη ζωή; Ο Πίντερ, παρ’ όλ’ αυτά, είναι ένας φαινομενολόγος, γι’ αυτό δεν κάνει θέατρο νατουραλιστικό, δεν εκθέτει τη ζωή σαν μια “φέτα ζωής”. Πιστεύει πως μέσα στο απροσδιόριστο των ανθρώπινων φαινομένων σχέσεων υπάρχει μια σταθερά (όπως στη νέα Φυσική η σταθερά του Πλανκ), μια ιδέα, μια πάγια σχέση, ένας κώδικας που περιγράφει τη δομή τους. Με αυτόν τον τρόπο ένα έργο του είναι υπό-δειγμα του όλου. Εικόνα εν πυκνώ. Παραβολή και αναλογία.

Αν δεν αντιμετωπιστεί κάπως έτσι και η “Επιστροφή”, είναι φυσικό να σκανδαλίσει τους στενόμυαλους και να αποπροσανατολίσει τους θεατές με τις δογματικές παρωπίδες ή με τα φάλαρα της ηθικολογίας. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω μόνο μία αναλογική σχέση του συγκεκριμένου μέρους που είναι η “Επιστροφή” με το όλον που μπορεί να είναι και η Κοινοπολιτεία ή ο κόσμος ολόκληρος. Πρόσωπο-καταλύτης στο έργο είναι η Ρουθ. Η δική της επιστροφή δημιουργεί την ταραχή και τον επαναπροσδιορισμό των δεδομένων. Πρέπει να πω ότι η ορθότερη μετάφραση του έργου είναι “Επιστροφή στο σπίτι” ή “Επιστροφή στην πατρίδα” (στα αγγλικά το παιχνίδι είναι εύκολο), ελληνικότερα “Νόστος”.

Τα πρόσωπα

Κάποτε σ’ αυτό το σπίτι επικρατούσε μια επισφαλής ισορροπία και την εγγυάται η μητέρα Τζέσση (η αυτοκρατορία).  Ο πατέρας – Μαξ, ο χασάπης, ο φίλος του ΜακΓκρέγκορ (Σκωτσέζος; Ιρλανδός;) ζει σε βάρος των άλλων δύο και έχει ερωμένη την Τζέσση. Ο Σαμ την αγαπά κρυφά. Ο Μαξ της κάνει παιδιά. Τον Τεντ (διανοούμενο), τον Λέννυ (προαγωγό), τον Τζόυ (βραδύνοα πυγμάχο). Πρέπει να είναι κανένας πολύ αφελής για να μην αντιληφθεί την παραβολή. Ο διανοούμενος Τεντ μεταναστεύει στην Αμερική, παίρνοντας μαζί του τη γυναίκα του, το “γυμνό” φωτομοντέλο Ρουθ. Μια δυνάμει πόρνη. Οταν επιστρέφει, η Τζέσση έχει “πεθάνει”. Ο Μαξ είναι συνταξιούχος, ο ΜακΓκρέγκορ έχει αποστατήσει, φευγάτος. Ο Σαμ νοσταλγεί την παλιά ισορροπία, δουλεύοντας σε μια εταιρεία ταξί, όπου είναι ο καλύτερος οδηγός και μεταφέρει Αμερικανούς εκατομμυριούχος, ο Λέννυ έχει μάλλον επαγγελματικά κεσάτια και ο Τζόυ ευελπιστεί πως η δύναμή του θα τον κάνει κάποτε πρωταθλητή. Η Ρουθ δέχεται να πάρει τη θέση της Τζέσση. Η ερωτική της βουλιμία εξαντλεί το σφρίγος του Τζόυ, αναθερμαίνει την επιχειρηματική δυσπραγία του Λέννυ, ξυπνά τις ορέξεις του Μαξ και εξοντώνει το όραμα του Σαμ. Ο διανοούμενος Τεντ αποδέχεται την κατάστασή του και ξαναγυρίζει μόνος του στην Αμερική, αφήνοντας πίσω του τη μεγάλη υποψία, μήπως αυτή η πόρνη που θέλουν να χρησιμοποιήσουν, τους χρησιμοποιεί. Η Ρουθ δεν παραδίδεται, όπως η Τζέσση, στο πίσω κάθισμα του ταξί. Εχει απαιτήσεις. Βάζει όρους. Γνωρίζει την αγορά και τις τιμές της αγοράς. Δεν είναι ερασιτέχνις, όπως η Τζέσση. Δεν εξαντλεί το κεφάλαιό της. Αντίθετα, ανεξάντλητη, απορροφά την ικμάδα των συναλλασσόμενων μαζί της. Ξέρει να πρακτορεύει τα συμφέροντά της, να διασφαλίζει τα κέρδη της, χωρίς να κινδυνεύει το αποθεματικό της. Πουλάει αμερικάνικα στην αποικία με τη συγκατάθεση της αμερικάνικης διανόησης (που δεν είναι άλλη από την παλιά αγγλική). Επιστροφή της νέας μητρόπολης (παλιάς αποικίας) στη νέα αποικία (παλιά μητρόπολη) – το παλιό πνεύμα με νέες μεθόδους.

Φωτογραφικός λόγος

Σταματώ εδώ. Η παραβολή βρίσκει εφαρμογή και σε άλλα επίπεδα. Βέβαια, ο Πίντερ είναι ένας έξοχος μάστορας. Περιγράφει τον μικρό κόσμο του με ακρίβεια. Ο σχεδόν φωτογραφικός του λόγος, γεμάτος σιωπές, ελλειπτικός, αδρός, αποκαλύπτει όσα συγχρόνως κρύβει. Ο ρεαλισμός των επιμέρους σκηνών. Η φυσικότητα των καταστάσεων, σχεδόν ηχογραφική. Και πότε πότε κάποιες φράσεις-κλειδιά, δίσημες (όπως εκείνη η σημαντική: Ο Λέννυ έχει δώσει νερό στη Ρουθ, εκείνη πίνει λίγο – πάει να της το πάρει με τρόπο, ύστερα βίαια, για να τον προκαλέσει: «Αν πάρει το νερό, θα πάρω εσένα»). Ο κ. Βολανάκης έστησε μια αξιόλογη παράσταση. Εχοντας μεταφράσει έξοχα το κείμενο, το χρησιμοποίησε σαν μουσική παρτιτούρα. Ο Πίντερ στηρίζει τη γραφή του πάνω στην αίσθηση του χρόνου. Οι παύσεις του είναι το ίδιο σημαντικές, όσο οι φράσεις του. Αυτός ο διάλογος νεκρού και γεμάτου χρόνου πρυτανεύει στην παράσταση και διαβρώνει σχέσεις, καταστάσεις και πρόσωπα».