Στο σκίτσο του Αρκά ο μικρός ρωτά τον πατέρα του που διαβάζει εφημερίδα: «Μπαμπά, τι είναι η αντισυστημική ψήφος;». Κι εκείνος του απαντά: «Είναι όπως στο τσίρκο: όταν το κοινό αρχίζει να δυσανασχετεί, βγαίνουν οι κλόουν!». H αιχμηρότητα του γνωστού σκιτσογράφου περιγράφει τη διεθνή εμπειρία – κόμματα και πολιτικοί που διατράνωσαν ότι θέλουν να χτυπήσουν το σύστημα για να φτάσουν τις περισσότερες φορές να γίνουν μέρος αυτού που κατήγγειλαν ή να εμπλακούν σε σκάνδαλα διαφθοράς. Το σύστημα σίγουρα χρειάζεται βελτιώσεις, οι λαϊκιστικές κορόνες όμως σίγουρα δεν συμβάλλουν σε αυτό.
Η αντισυστημικότητα είναι ένας από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους όρους των τελευταίων ετών στην πολιτική ζωή ανά τον κόσμο. Είδαμε την εμφάνισή του για άλλη μία φορά, πιο έντονα από ό,τι μέχρι τώρα, και στις πρόσφατες εκλογές στη χώρα μας.
Στις ΗΠΑ, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να διεκδικεί με αξιώσεις την προεδρία και πάλι, ακόμα και με πολλαπλές ποινικές διώξεις να τον απειλούν, πολλοί παρατηρητές φοβούνται ότι ο αντικαθεστωτικός λαϊκισμός δεν αποτελεί πια παροδικό φαινόμενο, αλλά γίνεται πλέον χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος. Δεν λείπουν μάλιστα εκείνοι που θεωρούν ότι οι δημοκρατίες – με τις ανοιχτές δημόσιες σφαίρες τους και τους πλειοψηφικούς θεσμούς τους – έχουν τροφοδοτήσει την άνοδο των λαϊκιστών ηγετών, των δημαγωγών και των ομάδων που στρέφονται εναντίον τους, βάζοντας συλλήβδην στο στόχαστρο το σύστημα. Ομως είναι εξίσου πιθανό, γράφει ο Πολ Ουόλντμαν στην «Washington Post», τα ίδια τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας που έχουν αναζωογονήσει τον λαϊκισμό και τα αντισυστημικά κινήματα να είναι επίσης εκείνα που θα μετριάσουν τελικά την εξάπλωσή τους. Οι διαφανείς δημόσιες σφαίρες των δημοκρατιών εκθέτουν τη διαφθορά των λαϊκιστών και των αντισυστημικών, υποστηρίζει.
Οι εκλογές στη Σλοβακία
Προς το παρόν δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο. Αντίθετα, ακόμα και πολιτικοί που λειτούργησαν επί χρόνια μέσα στο σύστημα χρησιμοποιούν αντισυστημική ρητορική για να προσελκύσουν και πάλι ψηφοφόρους. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η Σλοβακία, όπου όλοι θεωρούσαν τον πρώην πρωθυπουργό Ρόμπερτ Φίτσο πολιτικά νεκρό. Ηταν το 2020 όταν το κόμμα του, το Smer-SD, έχασε τις εκλογές αφότου ο ίδιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 2018 λόγω μαζικών διαδηλώσεων μετά τη δολοφονία ενός δημοσιογράφου. Ομως, μόλις δυόμισι χρόνια αργότερα, ο λαϊκιστής και εθνικιστής ηγέτης, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός για τρεις θητείες, επανέρχεται στην εξουσία στη Σλοβακία. Και ακούγεται πιο ακραίος από ποτέ και πρόθυμος για εκδίκηση. Μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την αναταραχή των σλοβάκων ψηφοφόρων, να υποκινήσει τους φόβους τους και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως σωτήρα. Εν μέσω όλης της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής ανησυχίας λόγω του αυξανόμενου κόστους ζωής, ο Φίτσο υποσχέθηκε σταθερότητα και ασφάλεια, ότι θα αναζητήσει «λύσεις εκτός πλαισίου» και ότι θα συντρίψει το πολιτικό κατεστημένο – του οποίου ήταν μέλος μέχρι πρόσφατα.
Η εθνικιστική, λαϊκιστική, ξενοφοβική και αντισυστημική ρητορική που χρησιμοποίησε ο 59χρονος βετεράνος πολιτικός στην προεκλογική εκστρατεία έχει προκαλέσει ανησυχία στις δυτικές πρωτεύουσες, που βλέπουν τον κίνδυνο να γίνει ένας νέος Βίκτορ Ορμπαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, φτιάχνοντας ένα παράδειγμα που θα ακολουθήσουν και άλλοι – ενόψει μάλιστα των ευρωεκλογών της επόμενης χρονιάς.
«Σαν μόνιμα έφηβοι»
Η πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε η «Guardian» χτυπά ήδη το καμπανάκι του κινδύνου. Το 32% των ψηφοφόρων σε 31 ευρωπαϊκές χώρες κατευθύνθηκε σε λαϊκιστικά κόμματα που δήλωναν κατά του κατεστημένου. Η ανάλυση, που συγκεντρώνει τα συμπεράσματα των ερευνών εκατό πολιτικών επιστημόνων, διαπιστώνει ότι στις εθνικές εκλογές πέρυσι το 32% των Ευρωπαίων, ποσοστό – ρεκόρ, ψήφισε υπέρ αντισυστημικών κομμάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το αντίστοιχο ποσοστό βρισκόταν στο 20% και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο 12%.
Η έρευνα, με επικεφαλής τον Ματίας Ρόουντεν, πολιτικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ, διαπιστώνει επίσης ότι περίπου οι μισοί από τους ψηφοφόρους που στηρίζουν κόμματα κατά του κατεστημένου κινούνται προς την Ακροδεξιά. Πρόκειται για το ποσοστό που καταγράφει την ταχύτερη αύξηση. Επιπλέον, τα παραδοσιακά κόμματα χάνουν ψήφους, ενώ τα αντισυστημικά κερδίζουν. Η άνοδος της εθνικιστικής, αυταρχικής Ακροδεξιάς έχει μετατοπίσει συνολικά τον πολιτικό άξονα στην Ευρώπη, με τους ερευνητές να χαρακτηρίζουν πλέον αρκετά από τα παλιά κεντροδεξιά κόμματα ως «οριακά ακροδεξιά».
Δεν υπάρχει πιο άνετη ατζέντα στο σημερινό συντηρητικό κίνημα από το να είσαι μόνιμα «ενάντια στο κατεστημένο», γράφει ο Νταν ΜακΛόφλιν στην ιστοσελίδα National Review, ένα μέσο που εκφράζει συντηρητικές απόψεις στις ΗΠΑ. «Το να δημιουργείς και να λειτουργείς θεσμούς είναι σκληρή δουλειά. Το να τοποθετείς τον εαυτό σου πάντα σε αντίθεση με όποιον βρίσκεται στην εξουσία είναι εύκολο. Είναι σαν να είσαι μόνιμα έφηβος, πάντα θορυβώδης και παραπονούμενος για την εξουσία, χωρίς να χρειάζεται ποτέ να κάνεις κάτι ουσιαστικό».
Πολιτική κινητικότητα
Δεν είναι μόνο τα κόμματα που κινούνται προς την ατζέντα όσων δηλώνουν αντισυστημικοί. Είναι και οι πολίτες που μετακινούνται. «Πλέον παρατηρούμε πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα των ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων», γράφει ο Μανουέλ Βιέχο στην «El Pais». «Oι κομματικές ταυτίσεις αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, παρελθόν. Οι ατζέντες των κομμάτων αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Μέσα σε όλο αυτό έχουμε και τη μεταφορά της ακροδεξιάς αντισυστημικής ρητορικής στην πολιτική ατζέντα των περισσότερων χωρών. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι το Μεταναστευτικό, με τους ψηφοφόρους να επηρεάζονται περισσότερο για το θέμα αυτό, ακόμα και από πολιτικές ομάδες που συνήθως δεν θα στήριζαν».
Η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς μειώνεται διαρκώς. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αποδείχθηκε πως υπάρχει αρκετός χώρος για κόμματα και πολιτικούς που κάνουν σημαία τον αντισυστημισμό. Υπάρχουν και θριαμβεύουν στη Σκανδιναβία αλλά και στη Μεσόγειο, στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Γερμανία – όπου πρόσφατα στέλεχος του ακροδεξιού λαϊκιστικού κόμματος AfD εξελέγη περιφερειάρχης στο κρατίδιο της Θουριγγίας –, καθώς και στην Ανατολική Ευρώπη. «Η άνοδος των αντισυστημικών κομμάτων αντικατοπτρίζει την αλλαγή του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος, το οποίο είναι πια ευμετάβλητο, επιφυλακτικό απέναντι στις πολιτικές ελίτ και, από ορισμένες απόψεις, απογοητευμένο από τη “μεγάλη πολιτική”. Η οικονομική κρίση επιτάχυνε τη δημιουργία και την παρουσία τέτοιων πολιτικών ομάδων σε όλες τις χώρες», παρατηρεί ο Βικτόρ Μπουατό στη «Liberation».
Αλλαγή κλίματος
Πού θα πάει η κατάσταση αυτή; Υπάρχει περίπτωση να αντιστραφούν τα πράγματα; Πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρείας Ipsos σε περίπου 26.000 άτομα σε 28 χώρες όπου έχουν διεξαχθεί πρόσφατα εκλογές, δείχνει μείωση της αντίληψης ότι «το σύστημα είναι σαθρό». Ανεξάρτητα από το ποιος εκλέγεται, οι ίδιες οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να προσφέρουν μια καθαρτική εκτόνωση της απογοήτευσης και να καθησυχάσουν τους ανθρώπους για τη διαρκή τους δύναμη, υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Φρεντς στους «New York Times». Από το 2021, σημειώθηκε μείωση 7% στην αντίληψη ότι «η οικονομία είναι στημένη» και μείωση 6% στην αντίληψη ότι οι πολιτικοί «δεν ενδιαφέρονται» και οι ειδικοί «δεν καταλαβαίνουν» τους μέσους ανθρώπους. Μπορεί η αποκατάσταση της πίστης στο πολιτικό σύστημα να είναι αργή. Αν έχει ήδη ξεκινήσει όμως, τα παραδοσιακά κόμματα θα πρέπει να βάλουν όλες τους τις δυνάμεις για να αποδειχτούν ικανά να χειριστούν τις νέες συνθήκες, ώστε να γίνουν και πάλι μέσο για την ενίσχυση της δημοκρατίας.