Σε χωριστή του έκθεση (Global Financial Stability Report) το ΔΝΤ αναφέρεται επίσης στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν δανειολήπτες και τράπεζες μετά τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Τώρα, σημειώνεται στην GFSR, με τον πυρήνα του πληθωρισμού να παραμένει υψηλός και να μειώνεται σε πολλές προηγμένες οικονομίες με αργούς μόνο ρυθμούς, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να διατηρήσουν τη νομισματική πολιτική πιο αυστηρή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από όσο τιμολογείται σήμερα από τις αγορές και αυτό δημιουργεί προκλήσεις για δανειολήπτες και τράπεζες.
Οπως αναφέρεται από το ΔΝΤ, περίπου 5% των τραπεζών παγκοσμίως μπορεί να είναι ευάλωτες σε ανησυχίες εάν τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παρά την άμβλυνση της αναταραχής στον κλάδο τους τελευταίους μήνες.
Προειδοποίηση
Ενα επιπλέον 30% των τραπεζών – συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τις μεγαλύτερες στον κόσμο – θα ήταν ευάλωτες εάν η παγκόσμια οικονομία εισέλθει σε μια περίοδο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού ή «στασιμοπληθωρισμού», ανέφερε επίσης το ΔΝΤ στην εξαμηνιαία Εκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η προειδοποίηση βασίστηκε σε νέο, πιο σκληρό παγκόσμιο τεστ αντοχής που εφάρμοσε το ΔΝΤ σε περίπου 900 τράπεζες σε 29 χώρες μετά την κατάρρευση, νωρίτερα αυτό το έτος, της Silicon Valley Bank με έδρα στην Καλιφόρνια, του ελβετικού ομίλου Credit Suisse και δύο άλλων δανειστών των ΗΠΑ.
Στην Εκθεση αναφέρεται ότι πέρυσι η μετάδοση των αυξήσεων επιτοκίων αμβλύνθηκε καθώς εταιρείες και νοικοκυριά επέκτειναν τον ορίζοντα αποπληρωμής του χρέους τους ή χρησιμοποιούσαν αποταμιεύσεις που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να στηρίξουν τους ισολογισμούς και τις πληρωμές τόκων τους. Ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες τώρα μπορεί να μην επαρκούν για να αποτρέψουν μια τάση αυξανόμενων δυσκολιών αποπληρωμής.
Το μερίδιο των εταιρειών με χαμηλές αναλογίες ταμειακών ροών προς τόκους εξόδων – ασθενέστερων επιχειρήσεων με λιγότερα αποθέματα ασφαλείας – έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων αγορών, καθώς οι εταιρείες αντιμετωπίζουν αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης, προειδοποιεί το ΔΝΤ.
Ομοίως, οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν υψηλότερο βάρος αποπληρωμής, οδηγώντας σε επιβράδυνση της στεγαστικής δραστηριότητας και περαιτέρω πτώση των τιμών των κατοικιών, σημειώνεται. Οι παγκόσμιες πραγματικές τιμές των κατοικιών μειώνονται από τα τέλη του 2022 και μετά, καθώς οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε πολύ πιο επιθετική περιοριστική νομισματική πολιτική. Στις προηγμένες οικονομίες, οι πραγματικές τιμές των κατοικιών μειώθηκαν κατά 8,4% το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ οι αναδυόμενες αγορές σημείωσαν μικρότερη πτώση περίπου 2,4%. Οι χώρες με μεγάλο μερίδιο στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο και τιμές κατοικιών πάνω από τον προπανδημικό μέσο όρο κατέγραψαν διψήφια πτώση στις τιμές των κατοικιών, αναφέρει το Ταμείο.
Ετσι οι τράπεζες αναμένεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο πιστωτικό κόστος καθώς τα υψηλότερα επιτόκια μειώνουν την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν δάνεια.
Στην Κίνα η αποδυνάμωση της οικονομικής δυναμικής, η εντεινόμενη ύφεση στον τομέα των ακινήτων και οι αυξανόμενες πιέσεις στη χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό το κλίμα της αγοράς, εκτιμά το ΔΝΤ.