Είναι γεγονός πως η χορτοφαγία είναι μια διατροφική στάση που εξαπλώνεται ανά τον κόσμο και σύμφωνα με τους ειδικούς αφενός κάνει καλό στην υγεία και αφετέρου στο περιβάλλον.
Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί είναι εκείνοι που ενώ ασπάζονται τα οφέλη, είτε αρνούνται να εγκαταλείψουν το κρέας είτε δεν μπορούν (ακόμη κι αν θέλουν) να την ακολουθήσουν.
Η αιτία; Σύμφωνα με μια νέα έρευνα, ίσως ευθύνονται τα γονίδια.
Πιο συγκεκριμένα, για να μελετήσουν την επίδραση των γονιδίων στη διατροφική συμπεριφορά, οι επιστήμονες συνέκριναν γενετικά δεδομένα που συλλέγονται στη UK Biobank από περισσότερους από 5.300 αυστηρούς χορτοφάγους (άνθρωποι δηλαδή που έχουν αποκλείσει τα ψάρια, τα πουλερικά και το κόκκινο κρέας από το διαιτολόγιο τους), με περισσότερους από 329.000 μη χορτοφάγους (ομάδα ελέγχου).
Με τη μέθοδο αυτή, οι ερευνητές εντόπισαν 31 γονίδια που ενδεχομένως σχετίζονται με τις διατροφικές συνήθειες. Αρκετά από αυτά τα γονίδια – μεταξύ των οποίων δύο είναι από τα πιο στενά συσχετιζόμενα – εμπλέκονται στον μεταβολισμό του λίπους ή/και στη λειτουργία του εγκεφάλου.
«Ενας τομέας στον οποίο τα φυτικά προϊόντα διαφέρουν από το κρέας είναι τα σύνθετα λιπίδια» σημείωσε ο ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, ο Dr Nabeel Yaseen, ομότιμος καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή Feinberg του Πανεπιστημίου Northwestern στο Σικάγο.
«Μια από τις εικασίες είναι ότι ορισμένα λιπιδικά συστατικά που υπάρχουν στο κρέας πιθανόν να τα χρειάζονται ορισμένοι άνθρωποι. Και από την άλλη είναι πιθανόν εκείνοι των οποίων η γενετική ευνοεί τη χορτοφαγία να είναι σε θέση να συνθέσουν αυτά τα συστατικά ενδογενώς. Ωστόσο, χρειάζεται περισσότερη δουλειά για να κατανοήσουμε τη φυσιολογία της χορτοφαγίας» συμπλήρωσε.
Συνεπώς και σύμφωνα με τον Dr Yuseen, ο κινητήριος παράγοντας για την προτίμηση τροφίμων και ποτών δεν είναι μόνο η γεύση αλλά και ο τρόπος με τον οποίο το σώμα του ατόμου τα μεταβολίζει.
Ο ειδικός δίνει ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βρίσκουν ευχάριστο το αλκοόλ ή τον καφέ στην αρχή, αλλά μπορεί να αναπτύξουν μια… όρεξη για αυτά με την πάροδο του χρόνου λόγω του πώς τους κάνουν να αισθάνονται.
«Νομίζω ότι με το κρέας υπάρχει κάτι παρόμοιο. Πιθανόν ένα συγκεκριμένο συστατικό – εικάζω ένα λιπιδικό συστατικό – κάνει ορισμένους να το χρειάζονται και να το αποζητούν». Αρα, ενώ οι θρησκευτικές και ηθικές πεποιθήσεις διαδραματίζουν σίγουρα σημαντικό ρόλο στο κίνητρο για την υιοθέτηση μιας χορτοφαγικής διατροφής, τα δεδομένα μας υποδηλώνουν ότι η ικανότητα τήρησης μιας τέτοιας διατροφής περιορίζεται από τη γενετική» κατέληξε ο καθηγητής.
Και εξέφρασε την ελπίδα πως οι μελλοντικές μελέτες θα οδηγήσουν σε καλύτερη κατανόηση των φυσιολογικών διαφορών μεταξύ χορτοφάγων και μη χορτοφάγων, επιτρέποντας στους επιστήμονες να παρέχουν εξατομικευμένες διατροφικές συστάσεις και στη βιομηχανία τροφίμων να παραγάγουν καλύτερα υποκατάστατα κρέατος.
Ισως, έτσι να εξηγείται και το γεγονός πως ενώ το 48% έως 64% των ανθρώπων αυτοπροσδιορίζονται ως χορτοφάγοι εξακολουθούν να αναφέρουν ότι τρώνε ψάρια, πουλερικά ή/και κόκκινο κρέας, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της ίδια μελέτης σε δελτίο Τύπου που εξέδωσαν.
Η χορτοφαγία σε αριθμούς
Υπολογίζεται πως περίπου 3% έως 4% των Αμερικανών είναι χορτοφάγοι, εκ των οποίων αρκετοί υιοθετούν διατροφικούς περιορισμούς για θρησκευτικούς πολιτισμικούς ή ηθικούς λόγους. Αντίστοιχα, στη χώρα μας παλαιότερη έρευνα (2021) έδειξε πως το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν χορτοφάγοι βρίσκεται περίπου στο 4%. Από αυτούς οι μισοί αυτοπροσδιορίζονται ως vegans (δεν καταναλώνουν καθόλου ζωικά προϊόντα) και οι άλλοι μισοί ως vegeterians (δεν καταναλώνουν κρέας, ψάρι κ.λπ.).
Εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για σύγχρονη τάση, δεδομένου πως συναντάμε τη χορτοφαγία ανά τους αιώνες σε διάφορους πολιτισμούς. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες οι ανησυχίες για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του κρέατος βρίσκονται σε επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Ενδεικτικά και όπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα της «Washington Post», η κτηνοτροφία είναι υπεύθυνη για το περίπου 14,5% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ομως, η υιοθέτηση μιας χορτοφαγικής διατροφής δύναται να μειώσει το προσωπικό αποτύπωμα άνθρακα κατά 0,5 έως 1 μετρικό τόνο διοξειδίου του άνθρακα ετησίως.