Τι λειτούργησε ως πυξίδα για εσάς όταν ξεκινούσατε ως ηθοποιός;
Ονειρό μου ήταν να παίξω στο Αμόρε. Είχε άλλη οπτική, πιο αληθινή προσέγγιση. Αυτό με έφερε πιο κοντά στον ρεαλισμό και έτσι έφτασα να είμαι μέρος του Cartel με τον Βασίλη Μπισμπίκη.
Τι αναζητάτε όταν ερμηνεύετε έναν ρόλο;
Πρωτίστως να είμαι χαρούμενος και αυτό μου έχει συμβεί σε όλες τις παραστάσεις του Cartel και σε κάποιες ακόμη. Είχα βέβαια και τη φήμη του «καμένου» ηθοποιού. Ενας ρόλος είναι ένα ρίσκο. Αλλά αν δεν ρισκάρεις, δεν ιδρώσεις και αν δεν ακροβατήσεις, δεν πρόκειται να πας παραπέρα. Είμαι δοσμένος σε αυτό που κάνω και δίνω εικόνες και συναισθήματα στον σκηνοθέτη μου. Να έχει επιλογές και να πάρει την καλύτερη.
Λειτουργούσατε από την αρχή της διαδρομής σας έτσι;
Λειτουργούσα με την αθωότητα και την ορμή της νιότης. Ξέρεις, όλα προέρχονται και αναδύονται από τα βιώματα της ζωής μου. Γι’ αυτό κόλλησα και με τον Βασίλη (Μπισμπίκη), ο οποίος σε κάνει και ανθίζεις. Θέλει ν’ ακούσει την πρόταση.
Πολλοί ηθοποιοί δεν το τολμούν γιατί φοβούνται την απόρριψη και κάποιες φορές τη βιαιότητα – λεκτική – από τους σκηνοθέτες. Εχετε έρθει αντιμέτωπος με τέτοιες συμπεριφορές;
Σαφώς μπορεί να υπάρξουν απότομες συμπεριφορές, όπως σε όλες τις δουλειές. Λαϊκοί άνθρωποι είμαστε, λαϊκό θέατρο κάνουμε, και το λατρεύω αυτό. Αφορά δηλαδή τη ζωή μας. Μεγάλωσα στα Κάτω Πετράλωνα και μέχρι κάποια ηλικία δεν είχα πάει ποτέ θέατρο.
Και πώς φτάσατε εκεί;
Πέρασα νωρίς ένα είδος κλιμακτηρίου. Εργάζομαι από μικρό παιδί γιατί προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία δεν είχε οικονομική άνεση. Ημασταν δύο παιδιά και μας μεγάλωνε η μητέρα μου μόνη της. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Εκείνη την εποχή υπήρχε η αντίληψη ότι τα παιδιά χωρισμένων οικογενειών θα γίνονταν αλήτες και πρεζάκια. Κυρίως αυτό το μπούλινγκ προερχόταν από τους γονείς των άλλων παιδιών προς τη μητέρα μου, που την αντιμετώπισαν επειδή ήταν χωρισμένη σαν πουτάνα έτοιμη να κλέψει τους συζύγους άλλων γυναικών.
Την απουσία του πατέρα σας πώς την αντιμετωπίσατε;
Τώρα μπορώ να πω ότι τρόμαξε από τις ευθύνες που είχε ν’ αντιμετωπίσει μεγαλώνοντας δύο παιδιά. Δεν είμαστε όλοι γεννημένοι για να κάνουμε οικογένεια. Σαφώς πέρασα μια διαδικασία θυμού, σύγκρουσης. Δεν κατέληξα σε αυτή την ας πούμε αθώωση εύκολα. Επίσης έζησα, επειδή είχα τρομερή αδυναμία στον μπαμπά μου, μια περίοδο που κατηγορούσα τη μητέρα μου για το ότι έφυγε – ο πατέρας μου – από το σπίτι.
Το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της απώλειας ποιο ήταν;
Το πώς θα μπορούσες να αντεπεξέλθεις κοινωνικά και βιοποριστικά. Επρεπε να έρχομαι αντιμέτωπος με το περιβάλλον του σχολείου μου, τον μικρόκοσμο τον δικό μου που με είχε στήσει στον τοίχο. Υπήρχαν γονείς που απαγόρευαν στα παιδιά τους να κάνουν παρέα μαζί μου επειδή ήμουν παιδί χωρισμένων γονιών και πιο έντονο στη συμπεριφορά του.
Τι εννοείτε «πιο έντονο»;
Επρεπε να προστατεύσω εμένα, την οικογένειά μου και τώρα που το αντιλαμβάνομαι διαφορετικά, και τη μητέρα μου. Επρεπε να υπερασπίσω γυναίκες που βάλλονταν από παντού. Μια μητέρα δύο παιδιών που τα μεγάλωνε μόνη της και στάθηκε βράχος – τόσο δυναμικά και ουσιαστικά, που δεν μου έλειψε ο πατέρας μου. Παρόλο που στην ουσία – αν και έχω βρει μια δικαιολογία, όπως σου είπα – δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί έφυγε από το σπίτι. Η μητέρα μου δεν ήξερε ούτε την υπογραφή της να βάλει – δεν είχε πάει σχολείο –, αλλά δούλευε χωρίς έλεος για να προσφέρει στο σπίτι. Εγώ της έμαθα πώς να βάζει την υπογραφή της και να διαβάζει κάποια πράγματα που χρειαζόταν για τη δουλειά της. Πέθανε πριν από έναν χρόνο και ένιωσα τόσο λίγος, μικρός, ανήμπορος και εγκαταλελειμμένος. Αισθάνθηκα, και ακόμη αισθάνομαι, ότι πέθανε κάτι μέσα μου όταν έφυγε. Από την άλλη βέβαια αισθάνομαι και μια τρομερή ελευθερία.
Από τι σας ελευθέρωσε ο θάνατός της;
Δεν έχω πια την έγνοια μου. Οσο ζούσε, ήμουν πιο προσεκτικός. Σκεφτόμουν περισσότερο τις κινήσεις μου για να μην τη στεναχωρήσω. Στην ουσία, δεν μπορώ να αποκωδικοποιήσω αυτή την ελευθερία γιατί είναι και σχετικά πρόσφατος ο θάνατός της.
Πώς διαχειριστήκατε την απώλειά της;
Πήγα και έπαιξα στο θέατρο. Ηταν ο μόνος τρόπος για να το αντιμετωπίσω. Αυτό θα ήθελε να κάνω. Θυμάμαι πάντα να μου λέει: «Εγώ θα φύγω γιατί οι γονείς πρέπει να φεύγουν πρώτοι. Εσείς να συνεχίσετε να είστε αγαπημένοι με τον αδελφό σας».
Κάνατε πολλές δουλειές για να ζήσετε τα όχι και τόσο εύκολα παιδικά σας χρόνια, αλλά ακόμη δεν μου είπατε πώς αγαπήσατε το θέατρο.
Είχα πάει σε μια σχολή ηλεκτρολόγων αυτοκινήτων. Δεν ήθελα όμως να το κάνω επάγγελμα. Λίγο πριν πάω φαντάρος, πέρασα μια μίνι κατάθλιψη. Και όταν υπηρετούσα άρχισα να ζορίζομαι ψυχολογικά ακόμη περισσότερο. Τότε πήγα και στον ψυχίατρο. Ομως είχα και έναν διοικητή με κατανόηση, ο οποίος μου επέτρεπε να παίρνω βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να διαβάζω.
Πέρασε η θητεία σας πιο εύκολα;
Διαβάζοντας πάρα πολύ και κάποια βιβλία απίθανα. Τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι δεν γίνεται να περάσει η ζωή μου κάνοντας μια δουλειά που δεν θα με έκανε ευτυχισμένο. Εμαθα πως μπορούσα να πάω σε μια δραματική σχολή ως εξαιρετικό ταλέντο δίνοντας εξετάσεις στο υπουργείο Πολιτισμού, αφού δεν είχα τελειώσει το Γενικό Λύκειο. Ηταν δύσκολες οι εξετάσεις γιατί μου έκαναν πάρα πολλές ερωτήσεις και άρχισα να σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή θα με πιάσουν αδιάβαστο. Ηρθε και η ερώτηση «πες μας ένα έργο του Κωστή Κουτσόπουλου». Τους απάντησα «ψάχνετε να με κόψετε γιατί τους άλλους δεν τους έχετε ρωτήσει τόσο πολλά πράγματα». Αλλά τελικά πέρασα τις εξετάσεις.
Υπερπηδούσατε με τόλμη και αποφασιστικότητα τα εμπόδια που συναντούσατε στη ζωή σας. Σε αυτό το άλμα που ετοιμαζόσασταν να κάνετε – να σπουδάσετε θέατρο – είχατε βρει υποστηρικτές;
Σίγουρα τους φίλους μου. Οταν προετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις στο υπουργείο, έλεγα αυτά που είχα επιλέξει να μάθω για να παρουσιάσω σ’ έναν φίλο μου. Ηταν όμως μια καταλυτική στιγμή αυτή διότι μου έδωσε τρομερή αυτοπεποίθηση. Μου έλεγε «είσαι πάρα πολύ καλός, θα τα πας τέλεια».
Αν σας ζητούσα να μου πείτε τα τρία στοιχεία που ψάχνατε να βρείτε στο θέατρο, στην τέχνη σας γενικότερα, ποια θα ήταν αυτά;
Σίγουρα η αποδοχή θα ήταν το ένα. Αλλωστε, όποιο επάγγελμα και να κάνεις, αυτό το επιζητάς. Και είναι βασικό για να προχωρήσεις. Εκείνο που βρήκα όμως είναι το «χάσιμο», η «μαγεία» που μου προσέφερε το θέατρο. Υπάρχει μια σκληρή ιστορία η οποία είναι ασύνδετη ακόμη μέσα στη σκέψη μου. Ημουν περίπου 9 ετών. Βρήκα τον παππού μου – τον πατέρα του πατέρα μου – κρεμασμένο. Οταν αυτοκτόνησε, ήταν 75 ετών, δεν ήταν κάποιος ανήμπορος άνθρωπος. Μας μαγείρευε, μας πρόσεχε. Θυμάμαι ότι είχα μια πάρα πολύ περίεργη αντίδραση: γελούσα. Ηταν σίγουρα δυσβάσταχτο και γνωρίζω πια ότι και αυτή η εμπειρία λειτούργησε αθροιστικά σε ό,τι διαμόρφωνε τον ψυχικό μου κόσμο. Ποτέ δεν έμαθα γιατί ο παππούς μου αυτοκτόνησε. Αφησε ένα γράμμα, το οποίο δεν διάβασα γιατί ήμουν ανήλικος. Αργότερα που το αναζήτησα δεν το βρήκα. Θα ήθελα πολύ να το είχα διαβάσει.
Τρομακτικό αυτό που ζήσατε.
Τρομακτικό είναι που έχω έναν θαυμασμό γι’ αυτό που έκανε. Δεν του άρεσε ενδεχομένως η ζωή του και έβαλε τέλος.
Πώς το λέτε αυτό που είστε ηθοποιός και φτιάχνετε κόσμους συναισθημάτων και αισιοδοξίας;
Μα το καλύτερο για εκείνον ήταν αυτή η απόφαση που πήρε: να φύγει. Ηταν έτοιμος, ξυρισμένος, φορούσε κοστούμι – δεν τον είχα δει ποτέ έτσι ντυμένο –, με τα παπούτσια του γυαλισμένα, κούκλος. Εκανε την έξοδό του όπως την ήθελε.