Χρειάζεται κατά καιρούς για ό,τι κάνουμε, είτε στις καθημερινές μας σχέσεις είτε εντός του θεσμικού πλαισίου της κοινωνίας, όσο ζούμε να επιστρέφουμε και να αξιολογούμε μεθόδους, αρχές, σκοπούς, ακόμη και σκοπιμότητα των απόψεων που εκφέρουμε, είτε στην καθημερινότητα είτε στο επαγγελματικό είτε και στο κοινωνικό εν γένει πεδίο. Ας μη λησμονούμε πως και στις Γραφές, ακόμα και ο Δημιουργός Θεός, τελειώνοντας μια πράξη, διαπίστωνε, ρωτώντας, αν ό,τι έπραξε ήταν καλόν. Εδώ θυμίζω την έξοχη εξέλιξη της μακράς πορείας της ελληνικής γλώσσας, διαπιστώνοντας πως το επίθετο «καλός» ήταν έννοια που χαρακτήριζε την ομορφιά και με τον καιρό έγινε ηθική έννοια. «Παις καλός» στην παλιά μας γλώσσα σήμαινε «ωραίο παιδί». Το πώς η λέξη άλλαξε σημασία κι έγινε ηθικός προσδιορισμός είναι από τις έξοχες ευκαιρίες που μας προσφέρει η γλώσσα μας να στοχαστούμε για τον πλούτο της και την ευρηματικότητά της, συχνά για τους αιφνιδιασμούς της. Πώς ένας «καλός παις», ένα «ωραίο αγόρι», έγινε «καλό παιδί» αξίζει τον κόπο κάθε τόσο να το αντιλαμβανόμαστε ως χρήστες μιας αρχαίας γλώσσας φορτισμένης με απανωτά εννοιολογικά στρώματα.
Με τέτοια ερωτήματα ουσίας βρισκόμαστε συχνά αντιμέτωποι με απόψεις που αντιμετωπίζουμε σε όλους τους χώρους των καθημερινών συναναστροφών. Ως εκ τούτου είναι κατανοητό γιατί η Κρίση και η Κριτική αποτελούν το κύριο γνώρισμα της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο. Τα φυτά και τα ζώα, τα άλλα δηλαδή όντα που έχουν ζωή, περιπέτεια, γέννηση, πορεία και θάνατο, γεννιούνται και πεθαίνουν, χωρίς να προβληματίζονται για την ύπαρξή τους, την αναγκαιότητα του βίου, τη χαρά της δημιουργίας και τον τρόμο του θανάτου. Εγραψα και παλιότερα πως η ποίηση, η ζωγραφική, η μουσική, η αρχιτεκτονική είναι δραστηριότητες ενός ζωντανού οργανισμού, του μόνου που γνωρίζει πως θα πεθάνει. Ο σκύλος, το λιοντάρι, η φάλαινα, ο γυπαετός και περισσότερο το πεύκο, το χαμομήλι, τα φύκια δεν έκαναν τέχνη γιατί δεν γνώριζαν ότι θα πεθάνουν. Ετσι εύκολα συμπεραίνει κανείς πως η τέχνη και οι τέχνες είναι δόξα της γλώσσας μας που χαρακτηρίζουμε τέχνη, ένα σονέτο, μια άρια, και το ψάρεμα και τον θερισμό και την τσαγκαρική και γεωργική ενασχόληση. Εξάλλου, η λέξη «τέχνη» στην πανάρχαια γλώσσα μας προέρχεται από το ρήμα «τεύχω» που σημαίνει συγκροτώ, συνδυάζω, οικοδομώ, κατασκευάζω.
Επειδή ο άνθρωπος εξελίχθηκε, ξεκόβοντας από τα άλλα ζώα, εξαιτίας ειδικών αναγκαίων αιτίων, χρειάστηκε να ονομάσει τον κόσμο και τα υλικά του, εξελίσσοντας δράσεις της ζωώδους περιόδου του. Από το χτίσιμο μιας φωλιάς ενός φτερωτού ζώου ως τον Παρθενώνα η πορεία είναι μεγαλειώδης, αλλά κατανοητή. Ο πολιτισμός είναι προϊόν της Ανάγκης. Από τη φωλιά ως τον Παρθενώνα μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε τις ανάγκες που οδήγησαν τον άνθρωπο μέσα στον χρόνο. Ενα σονέτο, ένα τραγούδι, ένα ζωγραφισμένο τοπίο που είναι σαφώς αποτέλεσμα μιας ανάλογης ανάγκης χρειάζεται πολύς μόχθος πνευματικός για να γίνουν κατανοητά ως προϊόντα ανάλογων ερεθισμάτων. Ως εκ τούτου, μόνο μ΄ αυτό το εργαλείο σκέψης μπορούμε να αναλύσουμε λογικά γιατί ένα έργο τέχνης είναι ομόλογο με ένα έργο τεχνικής. Το χτίσιμο ενός τείχους, η καλλιέργεια ενός χωραφιού, η κατασκευή ενός τροχού, ο μηχανισμός ενός αεροπλάνου είναι δράσεις ανάλογες με την κατασκευή (ναι, την κατασκευή) ενός τραγουδιού, το χάραγμα στην πέτρα ενός άνθους και τη μίμηση του περπατήματος της τίγρης. Εύστοχα, λοιπόν, το πρώτο γνώρισμα του ορισμού του ανθρώπου είναι ζώον μιμητικόν! Και ως μιμητικόν ζώον εύκολα κατέληξε να γίνει ζώον κριτικόν.
Για να μιμηθώ πρέπει να κατανοήσω και να αντιγράψω φαινόμενα, ήχους, κινήσεις που είτε με τρομοκρατούν (για να τα ξορκίσω) είτε με ενθουσιάζουν (για να τα απολαύσω). Ως εκ τούτου η κριτική δυνατότητα του ανθρώπου είναι θαυμαστική ή απορριπτική. Και οι δύο αυτές ενέργειες χρειάζονται εργαλεία σκέψης. Κάθε κατάσταση και κάθε απόρριψη είναι εφαρμογή ενός προτύπου. Και από εδώ ξεκινάνε τα αιώνια προβλήματα.
Με ποια κριτήρια ένα γεγονός, είτε ηθικό είτε πρακτικό, χαρακτηρίζεται ως θετικό, ωφέλιμο, αναγκαίο, και ως αρνητικό, βλαπτικό, περιττό, επικίνδυνο; Από μια σειρά τέτοιων ερωτημάτων ξεκινάει η εξαίσια πορεία της ανθρώπινης σκέψης για να βρει την αλήθεια των πραγμάτων και των σχέσεων. Πρώτα ο περιδεής άνθρωπος μπροστά στο αναπότρεπτο γεγονός του θανάτου, λογικά (ναι, λογικά), εφηύρε την αθανασία, τη μετά θάνατον αιώνια ζωή, και στη συνέχεια, εθισμένος σε αυτή την ανακάλυψη, εφηύρε το αντικειμενικά (!) τέλεια ωραίο. Μόνο με αυτή τη σκεπτική πορεία μπορούμε να καταλάβουμε γιατί στην έξοχη γλώσσα φτάσαμε να χαρακτηρίζουμε το ωραίο καλό. Μόνο μια πανάρχαια γλώσσα, όπως η ελληνική, μπορούσε να ταυτίσει το ήθος με τη μορφή και την Αθηνά με τον Απόλλωνα. Η κριτική λειτουργία είναι, μετά τη μιμητική, το αναγκαίο χαρακτηριστικό που κάνει το ζώο άνθρωπο.