Ο πληθωρισμός φαίνεται νικημένος. Τουλάχιστον στην Ελλάδα. Το έδειξαν τα τελευταία στοιχεία με τον πληθωρισμό του Σεπτεμβρίου, που βρέθηκε κάτω από το επίπεδο του 2%, έπειτα από σχεδόν μία διετία. Το θέμα πλέον είναι να μάθουμε να ζούμε με τα αυξημένα επίπεδα τιμών. Κυρίως όμως μικρές επιχειρήσεις και δανειολήπτες θα πρέπει να επιβιώσουν στη νέα εποχή των αυξημένων επιτοκίων.
Ολα αυτά θα μπορούσαν σε ένα υποθετικό σενάριο να βελτιωθούν σχετικά γρήγορα, δηλαδή να πέσουν οι τιμές, εάν η οικονομία γυρίσει σε ύφεση. Επειδή ωστόσο κανείς δεν θέλει να επιστρέψουμε στην ύφεση και ό,τι φέρνει μαζί της, όπως η ανεργία και η ανέχεια, καλό είναι να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα, με αυτά τα επίπεδα τιμών και επιτοκίων. Για τα τελευταία αναμένουμε μάλιστα, επί ελληνικού εδάφους προπαραμονή της εθνικής μας εορτής, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ να ανακοινώσει ότι σταματούν οι αυξήσεις επιτοκίων και ότι σε διάστημα 12 μηνών θα αρχίσει κατά πάσα πιθανότητα η αποκλιμάκωσή τους. Αρα έχουμε μπροστά μας ένα υπολογίσιμο χρονικό διάστημα δυσκολιών, με τα απόνερα της νόσου (ακρίβεια) και τις επιπτώσεις του φαρμάκου (επιτόκια) να μας χτυπάνε ταυτόχρονα. Το θέμα είναι πώς θα επιβιώσουμε, ως οικονομία και ως κοινωνία, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες και χωρίς να έχουμε τα επιδόματα που κράτησαν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών όρθιο την τελευταία διετία.
Το πρώτο απαραίτητο συστατικό είναι να έχουμε ανάπτυξη. Χωρίς αυτήν «κλάφ’ τα Χαράλαμπε». Το θετικό είναι ότι όλες οι προβλέψεις δείχνουν ανάπτυξη υψηλότερη της φετινής και πολλαπλάσια της μέσης ευρωπαϊκής.
Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της τα περιέγραψε ο Πρωθυπουργός στον ΣΕΒ. «Πρέπει να είναι μια ανάπτυξη η οποία να δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας, μια ανάπτυξη η οποία να οδηγεί τελικά στη σύγκλιση των ελληνικών μισθών με τους ευρωπαϊκούς. Και βέβαια μια ανάπτυξη η οποία πρέπει να έχει ουσιαστικά έμπρακτα χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης έτσι ώστε να μη διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες αλλά αντίθετα αυτές να μικραίνουν». Και αυτό που είπε ο Πρωθυπουργός είναι το κλειδί που μπορεί να αλλάξει τη συνθήκη στην ελληνική οικονομία, καθώς μόνο μέσω της βελτίωσης των εισοδημάτων αντί της ύφεσης (που ρίχνει τις τιμές), μπορούν να γίνουν ανεκτά τα σημερινά επίπεδα τιμών. Το ερώτημα όμως είναι αν οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με τους σημερινούς ρυθμούς, ώστε να αντέξουν τους αυξημένους μισθούς που χρειάζεται η οικονομία.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ ανέφερε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται από το υψηλό κόστος ενέργειας. «Πέρυσι το κόστος ενέργειας στα ευρωπαϊκά εργοστάσια, σε σχέση με τα αμερικάνικα, ήταν επτά φορές πάνω. Τώρα είναι μόνο δυόμισι φορές πάνω», αλλά το πρόβλημα υπάρχει, τόνισε ο Δ. Παπαλεξόπουλος. Ο Πρωθυπουργός, του απάντησε ότι δεν υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για νέα κρατική στήριξη που θα διαμορφώσει ανταγωνιστικά επίπεδα τιμών ενέργειας με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Και το ερώτημα είναι τι κάνουμε; Εμείς δεν μπορούμε, αλλά η Γερμανία που έχει το δημοσιονομικό περιθώριο μοιράζει επιδοτήσεις στις βιομηχανίες της. Ζητάμε δηλαδή από τις επιχειρήσεις για τους επόμενους 12 μήνες, μέχρι να αρχίσει η μείωση των επιτοκίων, όχι μόνο να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, αλλά να κρατήσουν όρθια μέσω των αυξήσεων τα εισοδήματα των πολιτών. Δύσκολη συνθήκη.