Η ρητορική και οπτική του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», όπως κυριάρχησαν από τις αρχές του αιώνα μας, φάνηκε να προσφέρουν μια ορισμένη σαφήνεια στην πρόσληψη και ερμηνεία του κόσμου, ορίζοντας μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο κακό και στο καλό, αυτό που είναι αποδεκτό και αυτό που πρέπει να αντιμετωπιστεί ως απειλή.
Βεβαίως, είχε ένα τίμημα που ήταν ακριβώς ότι παρέβλεπε ότι δεν υπήρχαν μόνο «απειλές», αλλά και προβλήματα. Μεγάλα, σύνθετα, δισεπίλυτα αλλά σίγουρα προβλήματα. Δηλαδή, πεδία αντιμαχόμενων αιτημάτων, ανεκπλήρωτων συλλογικών προσδοκιών, αδικιών που αναμένουν διόρθωση, ζητημάτων εθνικής συγκρότησης και ορίων κυριαρχίας. Με αποτέλεσμα η προσπάθεια αντιμετώπισης της όποιας απειλής να καταλήγει να αναπαράγει και τον φαύλο κύκλο της βίας και τους λόγους που τη γέννησαν. Δυο τεράστιες τελικά αποτυχημένες πολεμικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αυτό δείχνουν, ενώ το ίδιο δείχνει, σε ένα άλλο πλαίσιο, και η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές μόνο υπό το πρίσμα της «απειλής», έστω και «υβριδικής». Οι υπενθυμίσεις αυτές είναι ίσως αναγκαίες σε μια στιγμή που η νέα πολύ μεγάλη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, τείνει να αντιμετωπιστεί με όρους μονοσήμαντου προσδιορισμού τόσο της ευθύνης (κατά συνέπεια και της απειλής) όσο αντίστοιχα και της φοράς που πρέπει να έχει η όποια αλληλεγγύη και συμπαράταξη. Και αυτό γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να προσπεράσουμε το γεγονός ότι και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό πρόβλημα, που δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην αποτίμηση της βίας που ξεδιπλώνεται σήμερα, αλλά απαιτεί την αναμέτρηση με το πραγματικό βάθος του προβλήματος, που περιλαμβάνει αποφάσεις του ΟΗΕ που δεν υλοποιήθηκαν, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξακολουθούν να μην έχουν αντιμετωπιστεί, μορφές δομικής βίας και ανισότητας που παραμένουν ενεργές.
Ζητήματα που προφανώς δεν μπορούν να συζητηθούν μόνο υπό το πρίσμα της υπεράσπισης ενός δικαιώματος αυτοάμυνας, που μάλιστα κατατείνει προς τη συντριπτική εκδίκηση.