Είχα σχεδόν ξεχάσει ότι ο Ντέιβιντ Μπέκαμ έκλεισε την ποδοσφαιρική καριέρα του στην Παρί Σεν Ζερμέν. Μου το θύμισε το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ για την πορεία του που έχει ανέβει τις τελευταίες εβδομάδες στην πλατφόρμα του Netflix. Κι εκεί, στα πλάνα αρχείου από το γρασίδι του Παρκ ντε Πρενς, στις αρχές του καλοκαιριού του 2013, συμπάθησα τον άγγλο σούπερ σταρ περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή που προβλήθηκε στα τέσσερα επεισόδια της αγιογραφίας του -γιατί περί αυτού πρόκειται μέσα από τη συγκεκριμένη παραγωγή. Το κλάμα του Μπέκαμ στο τέλος μιας μεγάλης διαδρομής δεν διέφερε από κανένα κλάμα σε κανέναν αποχαιρετισμό που αφήνει πίσω μια ζωή. Βιολογικά ο άλλοτε αρχηγός της Εθνικής Αγγλίας ήταν και είναι ακμαιότατος, αλλά εκείνη η στιγμή συγκινούσε. Και δείχνει μάλλον ειρωνικό ότι το παιδί που γαλουχήθηκε και έλαμψε στο Μάντσεστερ εκείνο το τελευταίο λεπτό το έζησε στο Παρίσι. Δεν είναι ο πρώτος, έχει συμβεί σε μυριάδες που έχουν ασχοληθεί επαγγελματικά με τα σπορ και έχουν διαγράψει μια αξιοζήλευτη πορεία, ανεξάρτητα εάν έφθασαν ή όχι στην κορυφή. «Οταν τελειώνεις την καριέρα σου, πεθαίνει ο ανταγωνιστής. Είναι ένας μικρός θάνατος. Και δεν σε διδάσκουν πώς να πεθάνεις…», είπε τις προάλλες ο άλλοτε σέντερ φορ της Εθνικής Γαλλίας, Τιερί Ανρί, που πέρασε τη δική του ζωή στα ποδοσφαιρικά γήπεδα την ίδια περίοδο με τον Μπέκαμ.
Τα δάκρυα του Μπέκαμ στο Παρίσι αρκούσαν για να διαλύσουν την εικόνα του fashion icon που είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου από τα χρόνια του ΄90 ακόμη για τον «Μπεκς». Στην πραγματικότητα, από το καλοκαίρι του 2003 που μετακόμισε από το Μάντσεστερ στη Μαδρίτη, είχα πάψει να βλέπω τον Μπέκαμ ως ποδοσφαιριστή. Φαντάζομαι ότι δεν ήμουν ο μόνος. Ηταν ένα διεθνές brand, ένα σελέμπριτι που εκμεταλλευόταν οικογενειακώς την πολιορκία του μιντιακού συστήματος σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη – και τραβούσε πλέον τους προβολείς για όσα έκανε έξω από το γήπεδο και όχι μέσα σε αυτό. Η ακριβή μετακίνηση από τη Γιουνάιτεντ στη Ρεάλ, στους «γκαλάκτικος» του Φλορεντίνο Πέρεθ, επέτεινε αυτή την εικόνα. Το κλάμα του Μπέκαμ ήταν ένα ατράνταχτο στοιχείο ότι μέχρι το τελευταίο λεπτό, ό,τι κι αν έκανε στη διαδρομή του, όσο λουστραρισμένη κι αν ήταν η μέρα του, η ζωή του βρισκόταν στο ποδόσφαιρο. Και είχε ήδη πληρώσει γι΄ αυτό το δικό του τίμημα.
Είναι προφανές ότι το νέο ντοκιμαντέρ για τους Μπέκαμ (αφού πρωταγωνιστεί και η Βικτόρια Ανταμς, ως στήριγμα επί 26 χρόνια) ακολουθεί ένα ευρύτερο επενδυτικό σχέδιο στη νέα ζωή τους. Φιλοτεχνείται σαφώς το προφίλ ενός καλού παιδιού που προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα, ενός οικογενειάρχη που δοκιμάστηκε σκληρά, αδικήθηκε και άντεξε, ενός ποδοσφαιριστή που άφησε το δικό του ανεξίτηλο στίγμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μπέκαμ υπήρξε ένα τεράστιο ποδοσφαιρικό ταλέντο και ίσως θα μπορούσε να γράψει λαμπρότερες ποδοσφαιρικές σελίδες. Ουδείς μπορεί να τον κατηγορήσει ότι δεν επεδίωκε πάντοτε να έχει ρόλο πρωταγωνιστή. Υπήρχε ωστόσο σχεδόν από το ξεκίνημά του η παράλληλη εικόνα του μοντέλου, ενός ειδώλου που συνέβαινε να ασχολείται και με το ποδόσφαιρο, αλλά μεγάλωνε έξω από το γήπεδο. Ακόμη και η Κίρα Νάιτλι ήθελε να μοιάσει στον Μπέκαμ, στην ταινία του 2001, όταν ο παροξυσμός των φαν του κορυφωνόταν. Ο δεύτερος πατέρας του στο Μάντσεστερ, ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον -«το Αφεντικό»- είναι ξεκάθαρο μέσα από το ντοκιμαντέρ ότι αυτή την εικόνα έπαψε κάποια στιγμή να ανέχεται.
Η πορεία έχει μεγάλους σταθμούς: Το φάουλ – εξιλέωση που κατέληξε στα δίκτυα του Αντώνη Νικοπολίδη στο τελευταίο λεπτό του αγώνα με την Εθνική Ελλάδας και έστειλε την Αγγλία στα τελικά του Μουντιάλ του 2002. Οπως και το μίσος που ξεσήκωσε στο νησί η αποβολή στον αγώνα με την Αργεντινή, στο Μουντιάλ του 1998 στη Γαλλία. Περισσότερο από την κόκκινη κάρτα στον Μπέκαμ, ωστόσο, η μνήμη μου από εκείνο το ματς είχε συγκρατήσει το γκολ – ποίημα του Μάικλ Οουεν…