Τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών μάς δείχνουν πάνω-κάτω τα εξής: ένα μέρος των ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται ούτε για την πολιτική, ούτε για την πόλη τους· ένα άλλο μέρος ίσως ενδιαφέρεται αλλά δεν έχει καμιά ελπίδα για τη βελτίωσή της· ένα τρίτο μέρος εμπιστεύεται, από οκνηρία, όσους μπαίνουν στον κόπο να ψηφίσουν. Η αποχή είναι το πρώτο στοιχείο που πρέπει να εκτιμήσουμε: πρόκειται για συμπεριφορά που παρατηρείται σε σχεδόν όλες τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και η οποία οφείλεται περισσότερο στο βάρος των social media παρά στη δήθεν «απογοήτευση» των πολιτών. Απλούστατα, οι πολίτες, που δεν έχουν επαρκή πολιτική αγωγή, συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο ως χρήστες των ηλεκτρονικών δικτύων επηρεάζοντας την πολιτική εξωθεσμικά και μάλιστα με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα. Τα social media δίνουν ένα αίσθημα προσωπικής ισχύος: στον 21ο αιώνα, οι άνθρωποι ψηφίζουν κάθε μέρα, κάθε ώρα· σχολιάζουν, ασκούν κριτική, αναδεικνύουν και κατεδαφίζουν πρόσωπα· οι κάλπες τούς φαίνονται υπερβολικά passé.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το φυλλορρόημα του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ και προς το ΚΚΕ –ίσως μάλιστα κάποιοι ευκαιριακοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ να υπέκυψαν στον πειρασμό της ψήφου στον κ. Κασιδιάρη. Σε μερικούς εξεγερμένους οι φυλακόβιοι προκαλούν επαναστατική έξαψη: καταραμένο Σύστημα! Αλλά ίσως υπερβάλλω. Πάντως, ως συμπίλημα τάσεων και δεδομένης της ανωριμότητας της ελληνικής πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο: ούτως ή άλλως, ένα κομμάτι του προέρχεται από τον πατριωτικό τριτοκοσμικό σοσιαλισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ ένα άλλο κομμάτι –δυσανάλογα μεγάλο– προέρχεται από το ΚΚΕ εσωτερικού, από τη λεγόμενη ανανεωτική αριστερά που κάποτε, στα βάθη του 20ού αιώνα, διαχωρίστηκε από τη σοβιετόφιλη σταλινική. Αν και κατά τη γνώμη της «ανανεωτική», αυτή η αριστερά παραμένει κοντά στα κομμουνιστικά ιδεώδη τα οποία επαναπροσδιορίζει σεβόμενη τις παραδόσεις: ιδιαίτερα τα μέλη της παλιάς γενιάς που προσκολλώνται στις μαρξιστικές αναλύσεις, καθώς και τα μέλη της νεότερης γενιάς που δεν έχουν ιδέα για τη μαύρη βίβλο του κομμουνισμού, είναι επιρρεπή στην ολίσθηση προς το ΚΚΕ.
Έτσι, αυτή τη στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθη, μολονότι ούτε το σημερινό ΠΑΣΟΚ, ούτε βεβαίως το ΚΚΕ, μπορούν να καταλάβουν τον πολιτικό του χώρο ή να απορροφήσουν τις δυνάμεις του.
Όσο για τον κ. Κασσελάκη, αν και έχει δικαίωμα σε μια περίοδο προσαρμογής, ομολογώ ότι μου φαίνεται εντελώς ακατάλληλος να κατευθύνει το κόμμα του προς μια ευρωπαϊκή φυσιογνωμία, προς την ευπρέπεια για την οποία μιλούσα πριν από δύο εβδομάδες. Αλλά, η επιλογή του από την πλειοψηφία των μελών του ΣΥΡΙΖΑ είναι εύλογη: η κ. Αχτσιόγλου τον έφερνε σε ένα πολιτικό λόγο ο οποίος είναι ήδη κατειλημμένος από το ΚΚΕ.
Στο μεταξύ, ένα σταλινικό κόμμα, που επιπλέον αυτές τις μέρες ανανεώνει τη στήριξή του στην παλαιστινιακή τρομοκρατία, αυξάνει τις δυνάμεις του.
Αν και οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ειδική συνθήκη, η επιτυχία του ΚΚΕ παραμένει εξω-ευρωπαϊκό φαινόμενο.
Εξάλλου, το πόσο τελικά επηρεάζει το κοινό του θα φανεί στον δεύτερο γύρο: θέλω να πιστεύω ότι οι ψηφοφόροι του, ως ελαφρώς ευκαιριακοί κι αυτοί, δεν θα επιδείξουν τη σεχταριστική συμπεριφορά που τους προτείνει το «Κόμμα». Το οποίο, όπως πάντοτε, βρίσκεται σε προνομιακή θέση και υπεράνω των νόμων. Αν και στη διάρκεια της περιόδου των βουλευτικών εκλογών τού είχε επιβληθεί πρόστιμο ύψους 21.600 ευρώ εκ μέρους του Δήμου Αθηναίων, συνέχισε την αντίσταση στον νόμο περί ρύπανσης: εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, τα ταλαίπωρα μέλη του κόλλησαν αφίσες σε κεντρικούς δρόμους και πλατείες της πόλης.
Αλλά, όπως μαθαίνω χωρίς να εκπλήσσομαι, το ΚΚΕ δεν πληρώνει τα πρόστιμα διότι συνήθως ακυρώνονται στο διοικητικό εφετείο ή αίρονται από τις ίδιες τις αρχές: να μην τα χαλάσουμε με τους κομμουνιστάς…
Το τρίτο στοιχείο είναι το 8,5% του κ. Κασιδιάρη και το 6,29% του ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Αθήνα. Αν εξαιρέσουμε το 12,5% του ΚΚΕ, ίσως η άθροιση –14,79% εξτρεμιστές –καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα έχουμε το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ποσοστό fringe politics. Σ’ αυτό το ρεκόρ μάς ανταγωνίζεται μόνο η Γαλλία.
Το τέταρτο στοιχείο που ίσως παραμελούμε λόγω της σταθερής δημοτικότητας του κ. Μητσοτάκη είναι ότι, πέραν των εκλογικών αποτελεσμάτων, τουλάχιστον οι μισοί Έλληνες αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί: η αριστερά έχει βαθιά ερείσματα στην κοινωνία και διέπει το συνολικό ήθος. Επιπροσθέτως, μεγάλο ποσοστό των αριστερών διατηρούν το αρχαίο αντιδεξιό πάθος και υιοθετούν άκριτα τις «αριστερές» θέσεις ακόμα και για ζητήματα που αγνοούν –π.χ. για τη μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα– καθώς και για προβλήματα που τα θεωρούν σε εκκρεμότητα ενώ έχουν επιλυθεί. Θέλω να πω ότι η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει υποχώρηση της αριστεροσύνης: η αριστεροσύνη είναι γύρω μας και εντός μας· αποτελεί έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης και θέασης του κόσμου· αργά ή γρήγορα θα βρει την κομματική της μορφή.
Ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν αντέξει σε σφοδρούς κλονισμούς. Παρά τη μεγάλη αποχή, η εμπιστοσύνη προς τον κ. Μητσοτάκη είναι σαφής: πολλοί Έλληνες τον βλέπουν, σιωπηρά, σαν σωτήρα ή εν πάση περιπτώσει ως τον μοναδικό πολιτικό στον οποίον ταιριάζει η θέση του πρωθυπουργού.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος της επιτυχίας του οφείλεται στο ότι εισακούστηκε η προσευχή του Βολταίρ: «Θεέ μου, κάνε τους εχθρούς μου γελοίους».
Πιο γελοίους πολιτικούς αντιπάλους δεν θα μπορούσε να ευχηθεί ο κ. Μητσοτάκης: γι’ αυτό, δεν έχει κανένα περιθώριο καθυστερήσεων, δισταγμών και ημιμέτρων –η σταθερή δημοτικότητά του δείχνει τη δική μας ανάγκη για πολιτισμένη ηγεσία και επιβαρύνει τον ίδιον με την ευθύνη του εκπολιτισμού μας.