Ανήκει στη γενιά των λεγόμενων «Νέων Iστορικών» του Ισραήλ, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες προκαλούν τις παραδοχές των συμπατριωτών τους για την ίδρυση του σύγχρονου κράτους υποστηρίζοντας ότι οι ηγέτες του φέρουν διαχρονικές ευθύνες για την παλαιστινιακή τραγωδία απ’ ό,τι οι παραδοσιακοί ιστορικοί ήταν πρόθυμοι να δεχθούν.
Υστερα, όμως, από την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου κάνει – και αυτός – λόγο για την «11η Σεπτεμβρίου» του Ισραήλ χάνοντας πλέον τις ελπίδες για μια επίλυση που κατέληγε σε δύο ξεχωριστά κράτη.
Σοκ και φόβος.
Οι πρώτες σκέψεις μπροστά στην τραγωδία δεν είναι καν σκέψεις. Είναι μόνο σοκ, φόβος και βαθιά θλίψη.
Δεν νομίζω ότι μπορώ να αρθρώσω οτιδήποτε που να θυμίζει ανάλυση σε ιστορικό ή φιλοσοφικό επίπεδο.
To 1948 ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο και σήμερα, ύστερα από 75 χρόνια, βρέθηκα να ζω την ίδια τραγική κατάσταση με εκατοντάδες ανθρώπους δίπλα μου.
Την ίδια στιγμή σκέφτομαι αυτόματα την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όπου επίσης οι τρομοκράτες χτύπησαν αιφνιδιαστικά αφού όμως είχαν προετοιμάσει σε απόλυτη μυστικότητα την επίθεση.
Η πιο τραγική στιγμή.
Ολο το Ισραήλ μοιάζει χώρα σε παράλυση, μουδιασμένη. Υποτίθεται ότι ήμασταν ένα κράτος hi tech, που θα μπορούσε να παγιδεύει τηλέφωνα στη Γάζα από το Τελ Αβίβ.
Τίποτε τέτοιο δεν αποδείχθηκε αληθινό. Ξοδέψαμε περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ σ’ αυτόν τον πόλεμο για να δούμε μερικούς μαχητές της Χαμάς να περνούν τα σύνορα και να πιάνουν ομήρους.
Κι εδώ είναι η πιο τραγική στιγμή αυτού του πλήγματος: οι πολίτες που βρέθηκαν στα κιμπούτς κι έχασαν τελικά τη ζωή ή τις οικογένειές τους.
Πολύ φοβάμαι ότι για την κυβέρνηση δεν συνιστούν προτεραιότητα. Για τον Νετανιάχου προτεραιότητα είναι «να κερδίσει τον πόλεμο» και ύστερα να ασχοληθεί με τους ομήρους. Είναι να αναρωτιέσαι αν θα υπάρξουν καν όμηροι.
Ο Νετανιάχου.
Στη μεγάλη εικόνα παρακολουθούμε το σημαντικότερο δράμα μιας σύγκρουσης που κρατάει περίπου 100 χρόνια χωρίς μεγάλες αλλαγές: δύο έθνη προσδιορίζουν την ταυτότητά τους με βάση την εδαφική κυριότητα.
Χωρίς κανέναν συμβιβασμό, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε εκχώρηση μέρους της ταυτότητας.
Η κατάσταση στη Γάζα υπήρξε πάντοτε ένα πρόβλημα. Το 1948 ο Μπεν Γκουριόν είχε αποφασίσει να μην την αγγίξει. Το 1967 θεωρούνταν ακόμη «αγκάθι» και αρκετοί αξιωματούχοι απεύχονταν την κατοχή της.
Από τη στιγμή, όμως, που την καταλάβαμε (σ.σ.: μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών το 1967) έγινε δικό μας πρόβλημα.
Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο η Χαμάς να αποκτήσει τον έλεγχό της υπό την ηγεσία του Νετανιάχου, ο οποίος θεώρησε σωστό να διχάσει τους Παλαιστίνιους ανάμεσα στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη.
Και ενώ εκείνος αυτοανακηρυσσόταν «έξυπνος», η Χαμάς αποκτούσε μία ισχυρή στρατιωτική βάση στην περιοχή.
Ολα αυτά συνέβησαν κάτω από τη μύτη ενός ανθρώπου που ενδιαφέρεται περισσότερο για το πολιτικό του μέλλον. Αυτό δείχνει και η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίζει: να προλάβει τις κατηγορίες της διαφθοράς και της δωροδοκίας που τον απειλούν.
Τα εγγόνια στο safe room. Παραστρατιωτικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς και κινήματα εθνικής αντίστασης, ήταν διαχρονικά μέρος αυτής της σύγκρουσης. Για πρώτη φορά, ωστόσο, στην ισραηλινή ιστορία από το 1948 μία τρομοκρατική οργάνωση κατάφερε να καταλάβει έδαφος των κιμπούτς.
Είναι το σημείο μηδέν στο οποίο παραλύει μια χώρα.
Από δω και πέρα δεν βλέπω καν την πιθανότητα για δύο ξεχωριστά κράτη. Υποτίθεται ότι στη φάση της απόλυτης καταστροφής οι δύο πλευρές βρίσκουν μια ευκαιρία για αυτοανάλυση. Αυτό που ζούμε από το περασμένο Σάββατο μας ξεπερνάει. Δεν ξέρω τι θα γίνει ή τι πρέπει να γίνει.
Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς πρέπει να λυθεί το ζήτημα. Καλύτερα να αυτοεξαιρεθώ. Γ
ια την ώρα δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου, εδώ στην Ιερουσαλήμ, η σκέψη των τεσσάρων εγγονιών μου που κρύβονται στο safe room, 40 χιλιόμετρα μακριά από τη Γάζα. Κάθε φορά που ακούω τις σειρήνες – αυτόν τον πάντοτε ανατριχιαστικό θόρυβο – μου θυμίζει τις ταινίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.