Τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου, λίγο πριν ξεκινήσει η Χαμάς τη δολοφονική της επίθεση, πράκτορες των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών διαπίστωσαν αυξημένη δραστηριότητα σε κάποια από τα δίκτυα επικοινωνίας της οργάνωσης που παρακολουθούν.
Θορυβημένοι, έστειλαν ένα μήνυμα στους ισραηλινούς στρατιώτες που φυλάνε τα σύνορα με τη Γάζα. Αλλά η προειδοποίηση έμεινε αναπάντητη, οι στρατιώτες είτε δεν την έλαβαν είτε δεν τη διάβασαν. Η συνέχεια είναι πια γνωστή.
Για ώρες, ο ισχυρότερος στρατός στη Μέση Ανατολή αποδείχθηκε ανήμπορος να απωθήσει έναν πολύ πιο αδύναμο εχθρό, αφήνοντας τον ισραηλινό Νότο ανυπεράσπιστο απέναντι σε ομάδες τρομοκρατών που σκότωσαν περισσότερους από 1.200 ανθρώπους και απήγαγαν τουλάχιστον 150 άλλους.
Η Χαμάς χρησιμοποίησε συνδυαστικά εκείνη τη μέρα, προκειμένου να εισβάλει στο Ισραήλ, drones και αυτοσχέδιους πυραύλους, αλεξίπτωτα πλαγιάς, μικρά σκάφη και μπουλντόζες. Πρωτίστως όμως επιστράτευσε δύο παλιά όσο και αποτελεσματικά όπλα, τον αιφνιδιασμό και την παραπλάνηση.
Στον κατάλογο των ισραηλινών λαθών που της επέτρεψαν να πετύχει τους σκοπούς της, το πρώτο τοποθετείται, από χρονική πλευρά, μήνες πριν από την επίθεση.
Γιατί επί μήνες οι ισραηλινοί αξιωματούχοι ασφαλείας αξιολογούσαν εσφαλμένα το επίπεδο της απειλής που εκπροσωπούσε η Χαμάς.
Η φονταμενταλιστική παλαιστινιακή οργάνωση έμεινε τον τελευταίο χρόνο έξω από δύο μάχες, αφήνοντας τη (μικρότερη) Ισλαμική Τζιχάντ να τα βάλει μόνη της με το Ισραήλ. Τον περασμένο μήνα, μάλιστα, η ηγεσία της Χαμάς έβαλε τέλος σε μια περίοδο ταραχών κατά μήκος των συνόρων με το Ισραήλ, μέσω μιας συμφωνίας υπό την αιγίδα του Κατάρ, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως δεν επιζητούσε την κλιμάκωση.
Την ίδια εντύπωση φρόντιζαν να δίνουν τα στελέχη της και στις μεταξύ τους επικοινωνίες που παρακολουθούσε η Μοσάντ.
Με βάση τις πηγές των «New York Times», όταν αυτή η τελευταία ενημέρωσε τους υπευθύνους ασφαλείας, μόλις λίγες ημέρες πριν από την επίθεση, για τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετώπιζε η άμυνα της χώρας, επικεντρώθηκαν στη λιβανική Χεζμπολάχ: στη Χαμάς μόλις που αναφέρθηκαν.
«Ολοι», σχολίασε μιλώντας στην ισπανική «El Pais» ο αναλυτής ασφαλείας Χεσούς Μανουέλ Πέρεθ Τριάνα, «έκαναν το ίδιο λάθος, θεωρούσαν πως μετά το 2021 – και την τελευταία σύγκρουσή της με το Ισραήλ – η Χαμάς δεν ήθελε να ξεκινήσει άλλον πόλεμο».
Το επόμενο ισραηλινό λάθος ήταν επιχειρησιακό. Το σύστημα επιτήρησης των συνόρων με τη Γάζα βασιζόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου σε τηλεχειριζόμενες κάμερες, αισθητήρες και πολυβόλα.
Οι ισραηλινοί διοικητές θεωρούσαν πως, σε συνδυασμό με το υπέργειο καθώς και το υπόγειο τείχος κατά μήκος των συνόρων, το σύστημα αυτό καθιστούσε μια παλαιστινιακή διείσδυση στο Ισραήλ απίθανη, είχαν μειώσει λοιπόν σημαντικά τον αριθμό των στρατιωτών που εδρεύουν εκεί, μετακινώντας τους σε άλλες δύσκολες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Οχθης.
Νωρίς το πρωί του περασμένου Σαββάτου όμως η Χαμάς έστειλε drones να εξουδετερώσουν κάποιους από τους σταθμούς κυψελοειδών επικοινωνιών και τους πύργους επιτήρησης του ισραηλινού στρατού κατά μήκος των συνόρων, εμποδίζοντας την τηλεπαρακολούθηση της περιοχής με βιντεοκάμερες.
Τα drones κατέστρεψαν επίσης τα τηλεχειριζόμενα πολυβόλα που είχε εγκαταστήσει το Ισραήλ στα συνοριακά οχυρωματικά του έργα, στερώντας το από ένα κρίσιμο μέσο αντιμετώπισης μιας χερσαίας επίθεσης.
Οι ισραηλινοί στρατιώτες που βρίσκονταν λοιπόν σε αίθουσες ελέγχου στα μετόπισθεν δεν έλαβαν προειδοποιήσεις πως ο φράχτης που χωρίζει τη Γάζα από το Ισραήλ είχε παραβιαστεί ούτε μπορούσαν να δουν πού τον κατεδάφιζαν με μπουλντόζες.
Κάπως έτσι, περισσότεροι από 1.500 άνδρες της Χαμάς κατάφεραν να διεισδύσουν στο Ισραήλ μέσα από 29 διαφορετικά σημεία – ορισμένοι από αυτούς με αλεξίπτωτα πλαγιάς που πέταξαν από πάνω – και να φτάσουν σε τουλάχιστον τέσσερις ισραηλινές στρατιωτικές βάσεις χωρίς να εντοπιστούν.
Φωτογραφίες που μοιράστηκε ένας από τους συνολικά τέσσερις ισραηλινούς αξιωματούχους που μίλησαν στους «New York Times» δείχνουν πως πολλοί ισραηλινοί στρατιώτες πυροβολήθηκαν ενόσω κοιμούνταν στους στρατώνες τους.
Ενα ακόμα επιχειρησιακό λάθος που υπέδειξαν οι ίδιες πηγές είναι η συγκέντρωση των ισραηλινών διοικητών που ήταν υπεύθυνοι για τη Γάζα σε μία και μόνο συνοριακή βάση: η εξουδετέρωσή της, στην αρχή της εισβολής, εμπόδισε την επικοινωνία με τις υπόλοιπες ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ, και κατά συνέπεια μια συντονισμένη απάντηση.
Χρειάστηκαν ώρες για να φτάσει η ισραηλινή πολεμική αεροπορία σε μεγάλο κομμάτι της πληγείσας περιοχής, και ας διαθέτει βάσεις μόλις μερικά λεπτά μακριά.
Είναι βέβαιο πως όλες αυτές οι αστοχίες και οι αποτυχίες θα διερευνηθούν εξονυχιστικά στο μέλλον από το Ισραήλ.
Το ερώτημα όμως ήδη τίθεται μετ’ επιτάσεως από πολλούς ισραηλινούς αναλυτές: Θα είχε ζήσει η χώρα μια τόσο τραγική μέρα αν δεν είχε πρωθυπουργό έναν άνθρωπο απασχολημένο πρωτίστως, εδώ και καιρό, με την πολιτική του επιβίωση, επικεφαλής της πιο ακραίας κυβέρνησης που έχει γνωρίσει ποτέ το Ισραήλ; Εναν «διεφθαρμένο ηγέτη», για να δανειστούμε τα λόγια του αρθρογράφου της «Haaretz» Ζβι Μπάρελ, «έναν υπόδικο που μόλις πριν από μία στιγμή επένδυε όλη του την ενέργεια στην πραγματοποίηση ενός δικαστικού πραξικοπήματος»;