Επειτα από όλα όσα μου συνέβησαν,

μου συνέβη το κενό.

Υπάρχει ένα όριο

στην απόλαυση που μου έδινε η μορφή-

Ως προς αυτό δεν μοιάζω μ’ εσάς,

δεν μπορώ να απελευθερωθώ σε άλλο σώμα,

δεν χρειάζομαι

καταφύγιο έξω από μένα-

Φτωχά δημιουργήματα της

έμπνευσης, είστε

περισπασμοί, εν τέλει,

μια απλή σύντμηση

μου μοιάζετε πολύ λίγο τελικά

ώστε να με ευχαριστείτε.

Και τόσο ανένδοτα-

ζητάτε ν’ αποζημιωθείτε

για την εξαφάνισή σας,

να αποζημιωθείτε όλα σε κάποιο σημείο της γης,

με κάποιο ενθύμιο, όπως κάποτε

ανταμειβόσασταν για τον κόπο σας,

ο γραφιάς πληρωνόταν

με ασήμι, ο βοσκός με κριθάρι

αν και δεν είναι η γη

που διαρκεί, δεν είν’ αυτά

τα θραύσματα ύλης-

Αν ανοίγατε τα μάτια σας

θα με βλέπατε, θα βλέπατε

το κενό του ουρανού

να καθρεφτίζεται στη γη, τους αγρούς

έρημους πάλι, άψυχους, καλυμμένους με χιόνι-

έπειτα λευκό φως

που πλέον δεν μεταμφιέζεται σε ύλη.

Louise Gluck, «Η άγρια ίρις», εκδ. Στερέωμα, μτφ. Χάρης Βλαβιανός, 2021