Το εκλογικό κέντρο όπου ψήφιζα χθες ήταν ψιλοάδειο. Βέβαια, είχα πάει μεσημέρι, κατά τις τρεις, την ώρα του φαγητού, αλλά, όπως μου είπαν οι εκλογικοί αντιπρόσωποι, η προσέλευση ήταν από το πρωί εντυπωσιακά χαμηλή. Μιλάμε βέβαια για έναν περιφερειακό δήμο της Αττικής, χωρίς μεγάλoυς πολιτικούς σταρ και δυνατές κομματικές επιρροές, όμως και πάλι η χαμηλή συμμετοχή ήταν το θέμα συζήτησης στις άδειες αίθουσες. Μόνο κάτι νεολαίοι από κάποια ακροαριστερή παράταξη κάθονταν σαν τοτέμ στην είσοδο του σχολείου-εκλογικού κέντρου και πρότειναν σιωπηλά τα φυλλάδιά τους (πού οι εποχές που άρχιζαν την κατήχηση στο πιτς φιτίλι).

Με έπιασε θλίψη. Οχι ακριβώς για την αποχή. Για τα χρόνια μου. Και για την απαξίωση της πολιτικής που πέρασε σαν ταινία από το μυαλό μου καθώς διέσχιζα την άδεια αυλή του σχολικού συγκροτήματος. Θυμάμαι τις πρώτες εκλογές που ψήφισα, το 1981, εκείνες που έφεραν την αλλαγή και το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Πώς έτρεξα να βγάλω τη φωτογραφία για το εκλογικό βιβλιάριο, κατευθείαν από τη θάλασσα, με τα μαλλιά ακόμη βρεγμένα. Την έκσταση του εκλέγειν που κρατούσε μέρες. Τα κλειστά κέντρα διασκέδασης και την απαγόρευση της διάθεσης αλκοόλ το βράδυ της παραμονής – και καλά μη μεθύσουμε, ξεφύγουμε και πλακωθούμε. Τα κορναρίσματα και τις σημαίες στα αυτοκίνητα την ημέρα των εκλογών. Τους φαντάρους με εφ’ όπλου λόγχη στα εκλογικά κέντρα προς διατήρηση της τάξης (νομίζω ότι επί Σημίτη καταργήθηκε αυτό). Και τις χιλιάδες αφίσες στους δρόμους της πόλης που έπαιρνε μέρες και εβδομάδες για να απομακρυνθούν εντελώς.

Τότε μας έλεγαν ότι ήμασταν ανώριμοι πολιτικά. Οτι στις σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες οι πολίτες ψηφίζουν ήσυχα, χωρίς όλον αυτόν τον δικό μας τζερτζελέ. Βλέπαμε ρεπορτάζ και φωτογραφίες από πόλεις του εξωτερικού σε ημέρα εκλογών και η συνήθης λεζάντα ήταν «Και όμως, σήμερα εδώ ψηφίζουν». Μας άρεσε ωστόσο το δικό μας μπάχαλο. Ηταν μια γιορτή, γιορτή της δημοκρατίας. Και στις γιορτές εμείς κάνουμε φασαρία. Πότε σταμάτησε να μας αρέσει; Πότε αρχίσαμε να παίρνουμε αποστάσεις από τις εκλογές. Πώς φτάσαμε από το 20% της αποχής στις εκλογές του 1985 στην πλήρη ανατροπή, στο να είναι, δηλαδή, δέκα – δεκαπέντε μονάδες παραπάνω το ποσοστό της συμμετοχής; Που αν το δούμε ανάποδα, σημαίνει ότι, μέσα σε αυτά τα χρόνια, η συμμετοχή κατρακύλησε κατά πενήντα, σχεδόν, ποσοστιαίες μονάδες.

Εχω την εντύπωση ότι το πουλόβερ άρχισε να ξηλώνεται στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Το σκάνδαλο Κοσκωτά, η εμπλοκή πολιτικών σε αυτό, τα ειδικά δικαστήρια, το «βρώμικο ’89», η διάσταση που πήρε το ειδύλλιο του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Δήμητρα Λιάνη συνέτειναν στην απαξίωση όχι μόνο των πολιτικών αλλά και της πολιτικής, αν και αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να ταυτίζονται στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Η αποχή έγινε άποψη, πολιτική θέση και, σε κάποιες περιπτώσεις, τρεντιά. Η πολιτικοποίηση της δεκαετίας του 1980 άρχισε να γραφικοποιείται και η πολιτικοποιημένη γενιά του Πολυτεχνείου να γίνεται καρικατούρα στην τηλεόραση και στο θέατρο.

Διαδίκτυο ή κάλπη;

Οι εκλογές παλαιότερα σήμαιναν τη συμμετοχή του πολίτη στα κοινά. Ο τρόπος να ακουστεί ο λόγος του έστω και αν η ψήφος ήταν μυστική. Υστερα όμως ήρθαν το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Που σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί ο οιοσδήποτε να καταθέσει τη γνώμη και την αποψάρα του σε ένα «σύμπαν» που είναι μεν εικονικό, αλλά χαρίζει την ψευδαίσθηση της δυναμικής παρουσίας. Να ανεβοκατεβάσει βουλευτές, υπουργούς, στελέχη. Να απευθύνεται στους πολιτικούς σε δεύτερο ενικό και με το μικρό τους όνομα. Να αισθάνεται παράγοντας που, μάλιστα, δεν ελέγχεται, παρά μόνο ελέγχει. Και να θεωρεί τις εκλογές «τυπική διαδικασία» που αν μάλιστα δεν συμφωνεί με το αποτέλεσμά τους, τις ακυρώνει στη συνείδησή του, βρίζει τους ψηφοφόρους και συνεχίζει. Θα πει κάποιος ότι αυτό μοιάζει με το να είσαι πλούσιος στη Monopoly. Για κάποιους όμως φαίνεται ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία.