Οι παλαιότεροι θα θυμάστε την εποχή που η ψήφος ήταν πραγματικά υποχρεωτική και η αποχή από την ψηφοφορία έπρεπε να δικαιολογηθεί διά πιστοποιητικού που χορηγούσαν οι αστυνομικές Αρχές. Ετσι και τα εκλογικά σου δικαιώματα ήταν σε απόσταση μεγαλύτερη των 250 χιλιομέτρων από το σημείο που βρισκόσουν τη μέρα της ψηφοφορίας, έπρεπε να περάσεις από το Αστυνομικό Τμήμα για να πάρεις τη σχετική βεβαίωση. Ασφαλώς στην πράξη δεν υπήρχαν συνέπειες για όσους δεν ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα, ωστόσο υπήρχε ένα επιπλέον κίνητρο για να πας στην κάλπη. Εκτός από δικαίωμα, το αντιλαμβανόσουν και ως υποχρέωση.
Τώρα είναι αλλιώς. Ο ψηφοφόρος δεν βαριέται, απλώς, να πάει στον τόπο όπου διατηρεί τα εκλογικά του δικαιώματα. Αρνείται να μετακινηθεί από τα προάστια της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης για να πάει στο κέντρο της πόλης να ψηφίσει. Βαριέται, αισθάνεται θυμό, ματαίωση, πιστεύει ότι η ψήφος του δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Ομως με αυτά τα ποσοστά αποχής έχουμε μία ουσιαστική «απονομιμοποίηση» των αποτελεσμάτων, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αποδίδουν την πλειοψηφική διάθεση του εκλογικού σώματος. Σήμερα έχουμε δημάρχους μεγάλων πόλεων που η πραγματική τους απήχηση μετά βίας προσεγγίζει το 20% του εκλογικού σώματος. Πώς θα μπορούσε να διαλυθεί αυτή η εικόνα; Η απάντηση είναι προφανής, με το να ανακτήσει η πολιτική ζωή την αξιοπιστία που έχασε για ένα μεγάλο κομμάτι των πολιτών. Υπάρχει όμως και ένα οξύμωρο σχήμα που βγάζει μάτι. Ποτέ στο παρελθόν οι άνθρωποι δεν είχαν τέτοια δικτύωση. Ποτέ δεν συζητούσαν τα κοινά με την ένταση που το κάνουν τώρα. Παλιά έπρεπε να πας στο καφενείο για να συζητήσεις πολιτικά. Τώρα απλώς χρειάζεται να πιάσεις το κινητό σου. Και όμως, όλο αυτό δεν μεταφράζεται σε συμμετοχή. Προφανώς υπάρχει και άλλη εξήγηση, πέρα από την πολιτική καχεξία. Οι άνθρωποι μέσω των social καταλαβαίνουν ποια είναι η πραγματική κοινωνία. Και παίρνουν τις αποστάσεις τους.
Το μήνυμα στην κυβέρνηση
Η Νέα Δημοκρατία ψηφίστηκε από το 41% του εκλογικού σώματος. Υπάρχει και το υπόλοιπο 59% που δεν την επέλεξε στις κάλπες του Ιουνίου. Ε, είναι λογικό αρκετοί από αυτούς να πήγαν να ψηφίσουν με ένα «γαμώτο» στο στόμα, ειδικά μετά από την πίεση που άσκησαν κυβερνητικά στελέχη υπέρ «γαλάζιων» υποψηφίων. Διότι ακόμα και η προτίμηση προς τον «αντάρτη» της ΝΔ θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα σαφές πολιτικό μήνυμα. Το ερώτημα είναι αν το αποτέλεσμα στη Θεσσαλία, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μπορεί να αποτελέσει μαγιά για μία ευρύτερη συσπείρωση στη σφαίρα της Κεντροαριστεράς. Δύσκολο για λόγους που αντιλαμβάνεστε καθώς μιλάμε για δύο χώρους που είναι δύσκολο να συνομιλήσουν, ειδικά όταν στο ΠΑΣΟΚ έχουν βλέψεις για πιο ψηλά. Ωστόσο αυτά τα αποτελέσματα ενδεχομένως να ανοίξουν μία ευρύτερη συζήτηση που θα έχει στη βάση της μία διαπίστωση: η κυβερνητική ηγεμονία μπορεί και να μην είναι πλέον αδιαμφισβήτητη.
Οι πράσινες μητροπόλεις
O Μπακογιάννης έχασε για τρεις λόγους. Πρώτον, ο Μεγάλος Περίπατος που επισκίασε τα πάντα. Ο,τι έργο και αν παρουσίασε, δεν κατάφερε να καλύψει τη ζημιά της Πανεπιστημίου. Δεύτερον, η ευκαιρία για συσπείρωση του αντιμητσοτακικού μετώπου. Και τρίτον, ο Δούκας που ως προσωπικότητα έδειξε ότι κομίζει κάτι καινούργιο – στο επιτελείο του Μπακογιάννη τώρα θα συμφωνούν ότι το debate δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα. Υπάρχει πολιτικό μήνυμα στο αποτέλεσμα; Φυσικά. Αν μη τι άλλο, μας έδειξε ότι σε κάποια πεδία μπορεί να υπάρξει σύμπλευση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ακόμα και αν στη Χαριλάου Τρικούπη δεν θα ήθελαν να δηλώσουν κάτι τέτοιο. Εκεί, στο ΠΑΣΟΚ δηλαδή, θα το έχουν μετανιώσει που δεν έδωσαν επίσημη στήριξη στον Στέλιο Αγγελούδη, αλλά σίγουρα θα κεφαλαιοποιήσουν εμμέσως το αποτέλεσμα. Και, αλήθεια, πόσα χρόνια έχουμε να δούμε τους δύο μεγάλους δήμους της χώρας να είναι, ουσιαστικά, πράσινοι; Πρέπει να γυρίσουμε αιώνα προς τα πίσω για να το δούμε.