Δύο είναι τα προφανή από το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών: ότι για πρώτη φορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουμε μια ήττα της κυβέρνησης και, επίσης, ότι προμηνύεται ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τα πρωτεία της αντιπολίτευσης.
Η ήττα για την κυβέρνηση είναι μεγάλη, δεν είναι στρατηγική. Εχει μάλλον τον χαρακτήρα προειδοποίησης, η οποία μάλιστα έρχεται και εκ των έσω, αν λάβουμε υπόψη την κομματική προέλευση κάποιων εκ των νικητών. Αυτό που όλοι λέγαμε, ότι δηλαδή κενό αντιπολίτευσης δεν είναι δυνατόν να υπάρξει και ότι, εκ των πραγμάτων, αργά η γρήγορα θα εκδηλωθεί από την κοινωνία με κάποια μορφή, το είδαμε να συμβαίνει. Κατά κύριο λόγο η ήττα των υποψηφίων της ΝΔ στους Δήμους Αθηναίων και Θεσσαλονίκης, αλλά και η ήττα υποψηφίων περιφερειαρχών που στήριξε προσωπικά ο Πρωθυπουργός, είναι μια προειδοποίηση προς την κυβέρνηση από τον κόσμο και λέει ότι η απουσία θεσμικής αντιπολίτευσης δεν συγχωρεί τη χαλάρωση της σοβαρότητας και της προσπάθειας από την πλευρά της κυβέρνησης. Ο λαός, να το ξαναπώ, είναι το πιο σκληρό αφεντικό ― χειρότερο και από κομμουνιστή διευθυντή.
Ωστόσο, επειδή οι εκλογές αυτές είχαν και τοπικό χαρακτήρα, δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει αμέσως τα αίτια της ήττας του ενός ή της νίκης του άλλου. Στην Αθήνα, λ.χ., σε ποιο βαθμό έπαιξε ρόλο στο αποτέλεσμα η απογοήτευση για τον Κώστα Μπακογιάννη και σε ποιο βαθμό η ελπίδα για την πρόταση του Χάρη Δούκα; Δεν ξέρουμε. Ηταν η αντίδραση που ανέδειξε δήμαρχο Αθηναίων ή μήπως η πεποίθηση σε ένα νέο υπόδειγμα; Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Κώστα Ζέρβα στη Θεσσαλονίκη, όπως και για κάθε άλλη ανατροπή. Ακόμη και για την ήττα του Κώστα Αγοραστού στην Περιφέρεια Θεσσαλίας δεν μπορείς να πεις αν πληρώνει τον συνολικό λογαριασμό για τα πεπραγμένα της θητείας του και για την κυβερνητική ανεπάρκεια μετά την καταστροφή ή αν ο Δημήτρης Κουρέτας, που εκλέγεται, τους κέρδισε όλους με την ακαταμάχητη λάμψη του. Ανεξαρτήτως αυτού, το βέβαιο είναι ότι ο λαός (δηλαδή όσοι ψηφίζουν, γιατί αυτή η συγκεκριμένη ομάδα είναι πάντα ο λαός σε μια δημοκρατία) είπε να θυμίσει στην κυβέρνηση ποιος είναι το αφεντικό, γιατί φαίνεται ότι η κυβέρνηση το είχε ξεχάσει.
Εξίσου δύσκολο είναι να πούμε από τώρα σε ποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης αποδίδεται κυρίως η νίκη, εκεί όπου κέρδισε ο κοινός υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Τα κινήματα του Κώστα Ζαχαριάδη και τα Εξάρχεια έκαναν δήμαρχο τον κ. Δούκα ή μήπως οι ικανότητές του, που έγιναν αντιληπτές από τους ψηφοφόρους; Μήπως, επίσης, (γιατί υπάρχει και η τρίτη εκδοχή) ήταν η ένωση των δύο υποψηφίων που προσέλκυσε ψηφοφόρους εκτός των κομματικών ορίων; Αυτό συνεπάγεται δύο τινά, τα οποία παραδόξως είναι αντικρουόμενα: την ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσά τους για την πρωτοκαθεδρία, αλλά και των σεναρίων περί συγχώνευσης και συμπόρευσης.
Τόσο για τον κραταιό πρόεδρο όσο και για τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, η νίκη του κ. Δούκα είναι για τον καθένα τους μια ευκαιρία να πάρουν τα εύσημα. Ομως η θέση του πρώτου κόμματος της αντιπολίτευσης είναι μία. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τυχόν διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, μπορεί να επιφέρει και αλλαγή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επομένως, ο δρόμος της σύγκρουσης είναι ανοιχτός. Το ίδιο ανοιχτός, όμως, είναι και ο δρόμος της συμπόρευσης, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ απαλλαγεί από τον σκληρό πυρήνα του 4%, τους θρησκευόμενους μαρξιστές που δεν αλλάζουν στα γεράματα. Στο κάτω κάτω, αν επίσης φύγει ο κ. Κασσελάκης από την ηγεσία, αν παρατήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και επιστρέψει στο Μαϊάμι (διότι και αυτό παίζει εντόνως), οι Στεφανουά, για να δανειστώ την ορολογία του Πρετεντέρη, πού θα πάνε, αν όχι στο ΠΑΣΟΚ;
Στην εξέλιξη αυτού του ζητήματος, πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση των δύο αρχηγών. Ομως, ο κ. Κασσελάκης φεύγει για τις ΗΠΑ και παίρνει μαζί του και τον Τάιλερ και τη Φάρλι, οι οποίοι, αν έμεναν πίσω, ίσως να μπορούσαν να συμβάλλουν. Ο δε κ. Ανδρουλάκης συνεχίζει με τη στρατηγική της αδράνειας και δείχνει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Οπότε, εμείς περιμένουμε να δούμε.