Τι έδειξαν οι χθεσινές αυτοδιοικητικές εκλογές; Πολιτικά: συσπειρώθηκε ο αντιμητσοτακισμός και η συσπείρωση αυτή, σε συνδυασμό με την αποχή, έστειλε μήνυμα δυσαρέσκειας για συγκεκριμένα πολιτικά ελλείμματα. Ελλείμματα που εκφράστηκαν σε τομείς της διακυβέρνησης (οι ψηφοφόροι της Θεσσαλίας, π.χ., εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για τον τρόπο με τον οποίο το κράτος αντιμετώπισε τις πλημμύρες) συνδυάστηκαν με την έκφραση μιας κυβερνητικής αυταρέσκειας, ότι όλα έγιναν όπως περίπου έπρεπε να γίνουν.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η κυβέρνηση πλήρωσε επιλογές του πρώτου γύρου. Η νίκη του Αχιλλέα Μπέου στον Βόλο, για παράδειγμα, δημιούργησε μια πολιτική, ιδεολογική και αισθητική αντισυσπείρωση εναντίον του Κωνσταντίνου Αγοραστού, που στηρίχτηκε ως κυβερνητική επιλογή. Πολλοί θεώρησαν καθυστερημένη ή για τους τύπους την αποστασιοποίηση από το φαινόμενο Μπέος. Οι ψηφοφόροι, γενικώς, δεν αισθάνονται καλά με την αλαζονεία της εξουσίας, τον καθεστωτισμό και την υποτίμηση ενός κοινού μέτρου, που ο Μπέος ξεπέρασε – και η ΝΔ δεν αποδείχτηκε ευέλικτη να μην αναδεχτεί την υπέρβασή του.

Η χτεσινή αποδοκιμασία, σε έναν βαθμό, στρεφόταν για πρώτη φορά εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Για έναν λόγο απροσδόκητο: επειδή ο Μητσοτάκης έκανε ορισμένες επιλογές που δεν ήταν και τόσο μητσοτακικές – με την έννοια ότι ο Μητσοτάκης υποχώρησε έναντι υποψηφίων της βαθιάς Δεξιάς ή έκανε εκπτώσεις στις αρχές του. Η ήττα του Ζέρβα στη Θεσσαλονίκη ήταν ενδεικτικό παράδειγμα: συνέβαλε στην οπισθοχώρηση, στη συρρίκνωση του κοσμοπολίτικου προσώπου της πόλης του. Προσωπικά, μου αρέσει να αναφέρω το παράδειγμα του Καμπόσου του Αργους – σε τοπικό επίπεδο, η επαναφορά του στο κόμμα, ενώ τον είχε αποπέμψει για απαράδεκτες ρατσιστικού χαρακτήρα δηλώσεις και ενώ ήταν τυπικός λαοπλάνος, θόλωσε την ιδεολογική καθαρότητα της μητσοτακικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Της ελληνικής κοινωνίας δεν της αρέσει να διαψεύδεται από ηγέτες τους οποίους εμπιστεύεται επειδή είναι ξεχωριστοί.

Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις υποψηφίων για την ήττα των οποίων πρωτίστως φταίνε οι ίδιοι και όχι το κόμμα τους. Ο Κώστας Μπακογιάννης, για παράδειγμα, πρέπει να συγκαταλέγεται σε αυτούς. Οι Αθηναίοι δεν του προσήψαν απλώς τον Μεγάλο Περίπατο, το σχεδόν τετραετές χάος της οδού Πανεπιστημίου που ταλαιπώρησε ιδιαίτερα την πόλη. Του προσήψαν πολύ περισσότερα: τα πεζοδρόμια (στην ηλικία μου, και μεγαλύτεροι, οι πολίτες τρέμουν όταν βγαίνουν για περπάτημα στην πόλη), το έλλειμμα καθαριότητας εκτός της βιτρίνας, την ανοχή στα τραπεζοκαθίσματα των εστιατορίων, την αισθητική μονομέρεια παρεμβάσεων που υποτίθεται θα έφτιαχναν το πρόσωπο της πόλης (όπως η διαπλάτυνση του πεζοδρομίου στο Σύνταγμα), την αδυναμία ένταξης υποβαθμισμένων κομματιών του ιστορικού κέντρου στον εμπορικό και κοινωνικό κορμό (όπως η Ομόνοια, που παραμένει περιθωριοποιημένη).

Σε γενικές γραμμές, η πολιτεία του Μπακογιάννη περιείχε έναν σνομπισμό έναντι των πολιτών, των αναγκών τους. Η αισθητική των χριστουγεννιάτικων στολισμών, το κόψιμο της Αθήνας στα δύο λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας αυτοκινήτων στην Ολγας, η αδιαφορία για την ιστορική μνήμη της πόλης που καθημερινά λεηλατούνται τα μνημεία της δείχνουν ότι δεν κατάλαβε ποια έπρεπε να είναι η σχέση του δημάρχου με τους δημότες. Τέλος, ακόμα και η βιαστική ολοκλήρωση της Πανεπιστημίου είναι ένδειξη πεποίθησης ότι θα μπαλώσει το τραύμα μιας τετραετίας. Ε, δεν το μπάλωσε.

Γενικό συμπέρασμα: ο Μητσοτάκης είναι κυρίαρχος στην κεντρική σκηνή επειδή δεν υπάρχει αντιμητσοτάκης. Αλλά οι πολίτες ψάχνουν μια πειστική αντιπολίτευση – αναζητούν την αποκατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού, ένα σύστημα εναλλαγής σε συνθήκες ευρωπαϊκής ομαλότητας. Δεν υπάρχει στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο, ευλόγως οι πολίτες το ψάχνουν όπου θα μπορούσε να βρεθεί.

Ενας που ήρθε από το πουθενά

Αν ήμουν Μπακογιάννης, θα είχα αποφύγει να αναμετρηθώ στην τηλεόραση με τον αντίπαλό μου – θα είχα πυρετό ή θα πόλωνα τα πράγματα ή θα εξαφανιζόμουν. Η νίκη στην Αθήνα του Χάρη Δούκα διευκολύνθηκε στο ντιμπέιτ: ένας πασίγνωστος πολιτικός αναμετρήθηκε δημοσίως με έναν που ήρθε από το πουθενά, στο τέλος του ντιμπέιτ όλοι γνώριζαν και τους δύο. Οι ψηφοφόροι, που γνώριζαν τον Μπακογιάννη κι έναν καινούργιο, πήγαν στις κάλπες έχοντας να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο που συζητούσαν στα ίσα.

Ο Δούκας, πάλι, ευνοήθηκε ιδιαίτερα ως πρωτοεισαχθείς στην πολιτική – όπως είχαν ευνοηθεί ο Σταύρος Θεοδωράκης όταν έκανε το Ποτάμι ή ο Στέφανος Κασσελάκης όταν έβαλε υποψηφιότητα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Θεοδωράκης δεν άντεξε όταν το πολιτικό στίγμα του άρχισε να υπερτερεί έναντι του επικοινωνιακού του. Ο Κασσελάκης ξεθωριάζει όσο η αστραφτερή εικόνα του συγκρούεται με την πολιτική ένδεια που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο δικός του πολιτικός λόγος.

Ο Δούκας ανέλαβε πολιτικές δεσμεύσεις που τον εκθέτουν έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του ευρύτερου «χώρου»: αν επιδιώξει την αυτονομία του, θα βρει απέναντι όσους τον ψήφισαν για να αντιταχθεί στο μετρό Εξαρχείων, στην ανάπλαση του Στρέφη, ή στις κάμερες. Αν επιδιώκει να σταθεί με αξιοπιστία, οφείλει διευκρινίσεις για αυτές τις θέσεις του. Χρειάζεται να ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε.