Το 1966 η επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας για το Νομπέλ Λογοτεχνίας είναι άκρως συμβολική – με σημερινούς όρους, «πολιτική». Το σημαντικότερο βραβείο μοιράζονται ο Ισραηλινός Σμουέλ Γιοσέφ Αγκνόν (1888-1970) και η γερμανίδα ποιήτρια Νέλι Ζακς (1891-1970). Στο πρόσωπό τους η Επιτροπή έβλεπε χαραγμένο το τραύμα του μεταπολεμικού κόσμου, που άφηνε πίσω του ναζιστικούς δαίμονες, ενοχές για τουλάχιστον ένα έθνος και μετά το 1948 ελπίδες για ένα άλλο.

Ο Σμουέλ Γιοσέφ Αλεβί Τσάτσκες είχε γεννηθεί το 1888 στη Γαλικία (σημερινή Ουκρανία) και το 1908 μετανάστευσε στην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη και εξέδωσε το πρώτο διήγημά του «Αγκουνότ», απ’ όπου προέκυψε το λογοτεχνικό ψευδώνυμό του. Πέντε χρόνια αργότερα μετοίκησε στη Γερμανία και το 1924 επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Τα έργα του, βασισμένα στην Τορά και τη ραβινική γραμματεία, με πολλές βιβλικές αναφορές, περιγράφουν τον εβραϊκό τρόπο ζωής και την κοινότητα του χωριού (στετλ), την ώρα που δέχονται την εξωτερική πίεση του νεωτερικού κόσμου που αναδύεται.

Στα ελληνικά κυκλοφορεί από το 2019 η συλλογή «Στο σπίτι του πατέρα» (εκδ. Καστανιώτη, στην έγκυρη μετάφραση της Χρυσούλας Κ. Παπαδοπούλου), βασισμένη κυρίως στα διηγήματα από το «Βιβλίο των Πράξεων» του 1941. Είναι ένας κόσμος πριν από την κατακλυσμική στιγμή του 1948, όπου όλα φαίνονται τακτοποιημένα από τις παραδόσεις, αλλά την ίδια στιγμή η μεταφυσική και το χάος διεκδικούν το δικό τους μερίδιο στην Ιστορία. «Με πήγαν σε κάποιους από τους αγίους τόπους τους, όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, είναι ενταφιασμένα τα οστά των μαρτύρων που σφαγιάστηκαν, σκοτώθηκαν ή κάηκαν. Τα περισσότερα μνήματα δεν είχαν ταφόπλακες, μόνο σημάδια για να επιστήσουν την προσοχή στους κοανίμ, τους απογόνους των ιερέων. Από την άλλη υπήρχαν ταφόπλακες και θραύσματα από πλάκες χωρίς επιγραφές σκορπισμένα παντού, σε όλους τους λόφους και τις κοιλάδες. Σε μία βρήκα την επιγραφή: «Τους συκοφάντησαν / Και τους σφαγίασαν βάναυσα / Νέους και γέρους / Πλήθη / Το αίμα τους [χύθηκε] / στους λόφους» (από το «Καθ’ οδόν»).

Η Νέλι Ζακς γεννήθηκε στο Σούνεμπεργκ του Βερολίνου το 1891. Οταν ξεκίνησαν οι διώξεις των Εβραίων, υπέστη νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα να χάσει τη φωνή της για σύντομο χρονικό διάστημα. Το 1940, με τη βοήθεια της πρώτης νομπελίστριας Λογοτεχνίας, Σέλμα Λάγκερλεφ, διέφυγε στη Σουηδία μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της – μία μόλις εβδομάδα πριν από τον εκτοπισμό της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Σουηδική Ακαδημία ανακάλυπτε στο έργο της μία χαρακτηριστική ποιήτρια της εξορίας και του Ολοκαυτώματος. Τα προσωπικά βιώματά της, ακόμη και εκείνα του ανεπίδοτου έρωτα, μετατρέπονταν συχνά σε επίκληση – παράπονο προς τον Θεό και τον δικό του «χωρισμό» από τον λαό και τα δεινά του. Η φιλία της με τον Πάουλ Τσέλαν και η κοινή επεξεργασία του Ολοκαυτώματος συμβάλλουν επίσης στη σταδιακή καθιέρωσή της ως γερμανίδας «ποιήτριας της εβραϊκής τραγωδίας».

Αυτό το περιδέραιο από αινίγματα

στο λαιμό της νύχτας,

λόγος βασιλικός στα μακρινά γραμμένος,

δυσανάγνωστος,

ίσως στην τροχιά του κομήτη,

όταν η ανοιχτή πληγή του ουρανού

πονά.

Εδώ

όπου ο ζητιάνος έχει χώρο,

περπατώντας στα γόνατα,

μέτρησε όλους τους δρόμους

με το κορμί του,

Γιατί ό,τι μπορεί να διαβαστεί

πρέπει να το υπομείνεις ως το τέλος

και να ‘χεις μάθει να πεθαίνεις υπομένοντας.

(Μετάφραση Ελένη Ι. Κοντιάδη, από την «Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα», επιλογή Μαρία Λαϊνά, εκδ. Ρώμη, 2021)