Εμαθα να διαβάζω τις ώρες βλέποντας καράβια. Το σπίτι της γιαγιάς μου στη Σύρο είχε, τότε, απρόσκοπτη θέα στην είσοδο του λιμανιού. Εστηνα λοιπόν καραούλι και μόλις έμπαινε, για παράδειγμα, το «Καραϊσκάκης» που ήξερα ότι φτάνει στις τρεις (είχα αποστηθίσει ονόματα καραβιών και ώρες άφιξης, λες και δούλευα στο λιμεναρχείο) κοιτούσα το μεγάλο ρολόι στον τοίχο. «Αρα όταν οι δείκτες έχουν αυτή τη θέση, είναι τρεις, η ώρα του “Καραϊσκάκης”».
Θέλω να πω ότι η σχέση με τα καράβια όλων εμάς που έχουμε νησιωτική καταγωγή δεν έγκειται, απλά, στο ότι μπαινοβγαίνουμε περισσότερο σε αυτά. Είναι ένα είδος κυτταρικής μνήμης που έρχεται από πολύ μακριά. Από προπαππούδες καϊκτσήδες, παππούδες καπεταναίους, θείους που χάθηκαν σε ναυάγια και άλλους που επέζησαν έτσι όπως το γράφει ο Συριανός Μάνος Ελευθερίου σε μουσική Δήμου Μούτση: «Στο περσινό ναυάγιο έξω από τη Γιοκοχάμα, θα είχες κάποιον άγιο και μάνα σε τρισάγιο, γονατιστή με τάμα». Ερχεται από μπάρκα απελπισίας και παρηγοριάς, διαφυγής και ελπίδας. Είναι οι ιστορίες για τα 19 μποφόρ στο Βισακαπτνάμ («…τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού» όπως το λέει ο Καββαδίας), αυτός ο ορμέμφυτος φόβος που σε πιάνει μια νύχτα με κοσμοχαλασιά κι ας μην ταξιδεύει κανένας δικός σου και οι οιμωγές που σε έκαναν, παιδάκι, να πετάγεσαι από το κρεβάτι σου εκείνες τις νύχτες που, σε κάποιο γειτονικό σπίτι, ερχόταν το μαντάτο για το ναυάγιο, για τον χαμένο άντρα, πατέρα, αδελφό. Και ακόμη η σκληρή και αναγκαστική συμφιλίωση με αυτήν την αίσθηση που πάντα θα σου ξύνει την ψυχή. Οτι τον άνθρωπο που ξεπροβοδίζεις στο καράβι μπορεί και να μην τον ξαναδείς, μπορεί το αντίο που του λες να είναι το τελευταίο. Οπως το γράφει πάλι ο Μάνος για τον πατέρα του, στο τραγούδι του Τσακνή: «Το τελευταίο αντίο μου το ‘πες σε ένα πλοίο, πριν φύγεις για ένα κόσμο ξένο και μακρινό, εκεί που θα σου λείπει κάθε χαρά και λύπη, κι αγέρας θα ‘χεις γίνει σ’ ένα μικρό στενό».
Με αυτή την «κληρονομιά» είναι φυσικό να με έχει συνεπάρει η σειρά «Το Ναυάγιο» του Mega που χθες είδαμε το πιο συγκλονιστικό, έως τώρα, επεισόδιό της. Στα πλάνα της επιβίβασης σαν να έψαχνα να βρω τον εαυτό μου παιδάκι – λόγω εποχής. Νόμιζα ότι από κάπου θα ξεμπουκάρουν και οι συριανοί λουκουματζήδες. Στα εσωτερικά και σε αυτά στις καμπίνες, μου ήρθε όλη εκείνη η χαρακτηριστική καραβίσια μπόχα που είχαν παλιά τα βαπόρια. Και όταν το πλοίο άρχισε να μποτζάρει, άρχισα κι εγώ να ζαλίζομαι. Και να ξυπνάνε μνήμες από εμετοσακούλες που γέμιζαν δίπλα σου, από ποτήρια που έσπαγαν, από ηλικιωμένες κυρίες που σταυροκοπιόντουσαν στον Αϊ-Νικόλα και από εκείνη τη φράση ανησυχίας που την ακούω, ίδια και απαράλλαχτη εδώ και εξήντα χρόνια: «Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος».
Πλωτές κοινωνίες
Το «Ναυάγιο» όμως δεν ακτινογραφεί απλά μια ναυτική τραγωδία και τις συνθήκες (επίσης ίδιες κι απαράλλαχτες εδώ και δεκαετίες) που οδήγησαν σε αυτήν. Ούτε μόνο, όπως φαντάζομαι ότι θα συμβεί στα επόμενα επεισόδια, τις σχέσεις που δένουν για πάντα αυτούς που επιζούν από μια τέτοια συνθήκη.
Εδώ βλέπουμε κάτι ακόμη που για εμάς τους νησιώτες είναι βίωμα. Τις μικρές, ευκαιριακές «κοινωνίες» που συγκροτούνται μεσοπέλαγα με αφορμή ένα ταξίδι έστω και μερικών ωρών. Τις γνωριμίες, τις κουβέντες, τις αντιθέσεις, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες που αναπτύσσονται αναγκαστικά. Τις εξομολογήσεις σε ανθρώπους που ξέρεις ότι δεν θα ξανασυναντήσεις, τους μικροτσακωμούς. Μικροκοινότητες εν πλω που ξεκινάνε με τον απόπλου, με εκείνο το «καλό μας ταξίδι» που λέγεται μηχανικά ακόμη και για μικρές, σχετικά, αποστάσεις και που, στην ουσία, δεν απευθύνεται στον συνταξιδιώτη αλλά στην ίδια τη θάλασσα, ως ένδειξη σεβασμού. Ανθρωποι που οι μοίρες τους είναι για λίγο σφιχταγκαλιασμένες όπως δεν είναι στενών συγγενών. Και σχέσεις που τελειώνουν με τον κατάπλου. Διότι η εμπειρία τόσων χρόνων με έχει διδάξει ότι, πάντα σχεδόν, οι γνωριμίες που ξεκινούν στο πλοίο, τελειώνουν στο πλοίο. Εκτός κι αν γίνει ναυάγιο.