Το βράδυ της Κυριακής του α’ γύρου μιλούσαμε για το επιτυχημένο πολιτικό ρίσκο της κυβερνητικής παράταξης να κομματικοποιήσει έντονα και πολωτικά την αυτοδιοικητική κάλπη.
Τα τελικά αποτελέσματα του β’ γύρου δεν επιβεβαίωσαν αυτό το ρίσκο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέγραψε μία εξ αντανακλάσεως πολιτική ήττα που δεν ανατρέπει βέβαια τους συσχετισμούς, αφήνει, ωστόσο, κάποιες αρνητικές εντυπώσεις για τον ίδιο και το κόμμα του.
Οι φυσικές καταστροφές, που έπληξαν πολλές περιοχές της χώρας τους προηγούμενους μήνες, μπορεί να μην είχαν κάποιο άμεσο δημοσκοπικό αντίκτυπο στο συνολικό πολιτικό περιβάλλον, έχουν αφήσει, ωστόσο, αποτύπωμα και πλήγωσαν το κυβερνητικό προφίλ με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις την καταψήφιση των εν ενεργεία περιφερειαρχών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Θεσσαλίας.
Ειδικά για την Περιφέρεια Θεσσαλίας όπου υπήρξε και η πιο καθαρή πολιτική νίκη των δυνάμεων της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, η πόλωση που δημιουργήθηκε την τελευταία εβδομάδα είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα για τον κυβερνητικό υποψήφιο Κώστα Αγοραστό, ο οποίος έχασε περίπου το 1/3 των εκλογικών δυνάμεων του α’ γύρου.
Η επιχειρηματολογία περί ανταρτών υποψήφιων περιφερειαρχών που προέρχονται από το νεοδημοκρατικό στρατόπεδο και εν τέλει αθροίζονται στις κυβερνητικές φίλιες δυνάμεις είναι σε μεγάλο βαθμό αδύναμη, αφού αυτό που καταδικάστηκε ήταν οι επίσημες επιλογές με τις οποίες η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος διαφώνησε ψηφίζοντας πρόσωπα που κόμιζαν ένα εναλλακτικό σχέδιο διοίκησης.
Ο διακηρυγμένος εκλογικός στόχος για το 13/13 μετεξελίχθηκε σε εμμονή που εξελήφθη από μερίδα των πολιτών ως ένδειξη αλαζονείας και απόπειρα επιβολής μια απόλυτης ηγεμονίας σε όλα τα επίπεδα διοίκησης.
Ασφαλώς και αποτελεί δικαίωμα της κάθε παράταξης να επιδιώκει για την ίδια το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αυτό όμως που, επί της ουσίας, ηττήθηκε, ήταν η στρατηγική της έντασης που επιλέχθηκε μεταξύ α’ και β’ γύρου και είχε ως αποτέλεσμα την αντισυσπείρωση και τη λειτουργία ενός ιδιότυπου αντικυβερνητικού μετώπου, το οποίο θα φανεί μέσα στο επόμενο διάστημα αν ήταν ευκαιριακό ή μπορεί να λάβει πιο συμπαγή και μακροπρόθεσμα πολιτικά χαρακτηριστικά.
Οι πολίτες έδειξαν ότι δεν δέχονται άκριτα τις άνωθεν υποδείξεις, που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τοπικούς συσχετισμούς, και αντιδρούν στα πολιτικά τελεσίγραφα με αντισυμβατικό τρόπο, σε πολλές περιπτώσεις.
Το πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί ο Δήμος Αθηναίων όπου ο εφησυχασμός από το αποτέλεσμα του α’ γύρου, παραλείψεις και αστοχίες του απερχόμενου δημάρχου και η πολιτική μετριοπάθεια που εξέπεμψε ο Χάρης Δούκας συνηγόρησαν στη μεγαλύτερη έκπληξη αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.
Μεγάλος κερδισμένος του β’ γύρου αναδεικνύεται το ΠΑΣΟΚ που επιβεβαίωσε τις βαθιές ρίζες που διαθέτει πανελλαδικά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, καταφέρνοντας να εκλέξει περισσότερους από 100 δημάρχους και δύο περιφερειάρχες, ενώ σημαντικές επιδόσεις κατάγραψε και το ΚΚΕ.
Η μετεκλογική στάση του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί μάλλον αμηχανία, αφού το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται να πανηγυρίζει για τις νίκες κυρίως του ΠΑΣΟΚ, επιχειρώντας να μπει στο κάδρο και να καρπωθεί μερίδιο της επιτυχίας.
Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει ισχυρούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες είναι διαχρονική και εντοπιζόταν ακόμα και στα χρόνια της κυβερνητικής του θητείας.
Η ανάγνωση, ωστόσο, του μηνύματος των χθεσινών εκλογών δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με τον πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος και της νέας ηγεσίας του.
Εχουν πλέον αντιληφθεί στον ΣΥΡΙΖΑ ότι η συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ είναι μονόδρομος για την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών ή είναι μία σημαία ευκαιρίας που τη χρησιμοποιούν όποτε οι συνθήκες ευνοούν; Διαβάζουν με τον ίδιο τρόπο στο ΠΑΣΟΚ το μήνυμα για συμπόρευση της Κεντροαριστεράς ή θεωρούν ότι το χθεσινό αποτέλεσμα αποτελεί πρόκριμα για μία καθαρή, ανεξάρτητη και αυτόνομη πολιτική πορεία με τελικό στόχο την κατάληψη της δεύτερης θέσης στις ευρωεκλογές;
Φαίνεται ότι η αυτοδιοικητική κάλπη δεν έδωσε μόνο απαντήσεις, αλλά δημιούργησε και καινούργια ερωτήματα που θα τοποθετηθούν στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας το επόμενο διάστημα. Υπάρχει πολιτικό βάθος στο αποτέλεσμα της Κυριακής;
Ηταν μια αναπόφευκτη ήττα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος μετά το 2016, όταν και ανέλαβε την ηγεσία της ΝΔ, είχε στο ενεργητικό του μόνο εκλογικές επιτυχίες; Ηταν η αμετροέπεια ορισμένων κυβερνητικών στελεχών που οδήγησε τους πολίτες σε μια λογική τιμωρητικής ψήφου;
Είχαν δίκιο όσοι υποστήριζαν μετά τον Ιούνιο ότι η απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης θα αποπροσανατολίσει την κυβέρνηση, θα οδηγήσει σε χαλάρωση και αναπόφευκτα σε τακτικά, πολιτικά και στρατηγικά λάθη;
Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ως τις ευρωεκλογές είναι μεγάλο και δίνει τη δυνατότητα τόσο στην κυβέρνηση να θεραπεύσει τα παραπάνω όσο και στα κόμματα της αντιπολίτευσης την ευκαιρία να συγκροτήσουν ένα εναλλακτικό κυβερνητικό αφήγημα.