Οταν βλέπεις τα χρέη που έχουν φορτωθεί οικονομίες που δεν το φανταζόμασταν ποτέ και με καμία συνθήκη και ακούς από κάποιον ότι πρέπει κάτι να γίνει για να μειωθούν, επικροτείς και μάλιστα υπερθεματίζεις. Λες ότι αυτός ο άνθρωπος έχει δίκιο. Μόλις ωστόσο καταλαβαίνεις ότι η προτροπή προέρχεται από τον γερμανό υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, του οποίου η χώρα σχεδιάζει να αυξήσει το χρέος της προκειμένου να επιδοτήσει το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεών της, λες ότι επέστρεψε η συνήθης γερμανική πειθαρχία ως προς τους κανόνες, αλλά με ολίγον τι «γιαλαντζί» περιεχόμενο.
Για να μην του φορτώσουμε όλο το ευρωπαϊκό βραχυκύκλωμα, που πάει να υπάρξει λόγω των διαφωνιών για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν με τη νέα χρονιά, ο Λίντνερ έχει δίκιο σε ένα πράγμα: ότι οι κανόνες για τα οικονομικά έγιναν κανονικό «τρυπητό» τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ολοι οι υπουργοί Οικονομικών συμφωνούν ότι πρέπει να μαζευτούν σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά τους ανοίγματα, καθώς τους ακούν οι αγορές ομολόγων. Αλλά από την άλλη δεν το φωνάζουν και τόσο δυνατά γιατί έχουν και την πίεση των χτυπημένων από την ακρίβεια ψηφοφόρων.
Η Κομισιόν έχει προτείνει από το καλοκαίρι ένα σχέδιο που προβλέπει τη διατήρηση των στόχων για το έλλειμμα στο 3% και στο χρέος έως 60%. Για όσους έχουν πάνω από αυτά τα όρια πρότεινε την υποβολή μεσοπρόθεσμων 4ετών προγραμμάτων που κάθε χώρα-μέλος θα συμφωνούσε με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επειτα από όσα έγιναν ή πιο σωστά δεν έγιναν, το προηγούμενο διήμερο στο Λουξεμβούργο, πλέον αυτό το σχέδιο το ξεχνάμε.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών αφήνει να εννοηθεί ότι δεν δέχεται το όριο του ελλείμματος 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ ως στόχο, αλλά ως «ατύχημα» για τους λίγους που δεν θα τα πάνε καλά, προτείνοντας ένα όριο ασφαλείας για όλους. Για τους υπερχρεωμένους όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, δεν δέχεται ελλείμματα, μόνο πλεονάσματα.
Το οξύμωρο είναι ότι από τις λίγες χώρες όπου όλα αυτά δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα, είναι η δική μας περίπτωση. Στο χειρότερο σενάριο για την Ελλάδα, η διατήρηση των υφιστάμενων κανόνων, σε περίπτωση που ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις εντός του έτους, θα μας οδηγήσει στη μεταμνημονιακή μας υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2%. Υπενθυμίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2024 έχει στοχεύσει σε 2,1%. Αρα μικρή η διαφορά. Επίσης σε περίπτωση ναυαγίου είναι πιθανό να γλιτώσουμε την εθνική οροφή δαπανών που έχει «φορέσει» σε κάθε κράτος από το καλοκαίρι η Κομισιόν, το οποίο στην περίπτωση της Ελλάδας φτάνει στο 2,6%. Καλό θα ήταν ωστόσο να μην το υπερβούμε.
Ο Κωστής Χατζηδάκης προσπάθησε αλλά μάλλον δεν βρήκε και πολύ έδαφος με αφορμή τη συγκυρία, να περάσει στο χθεσινό Ecofin στις δαπάνες που δεν θα μετρούν στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, το κόστος των αμυντικών εξοπλισμών, μήπως και δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και για παροχές που μάλλον θα χρειαστούν σε ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της ενεργειακής κρίσης. Από ό,τι φαίνεται δεν βρήκε ευήκοα ώτα. Για το άλλο κονδύλι που αφορά τις φυσικές καταστροφές δεν υπάρχει ανησυχία, αυτές θα εξαιρεθούν των δημοσιονομικών κανόνων.
Οπότε σε γενικές γραμμές, όπως και να κυλήσουν τα πράγματα, είναι από τις σπάνιες διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια, που έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση σχεδόν «ούτε γάτα, ούτε ζημιά».