Μέχρι τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, η εικόνα του χάρτη και οι προβλέψεις για τα τελικά αποτελέσματα επιβεβαίωναν ένα σκηνικό «νέας Μεταπολίτευσης»: έναν κεντροδεξιό πόλο πανίσχυρο σε κάθε επίπεδο, με αλλεπάλληλες νίκες σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις κάθε βαθμίδας, που κοιτάει με περισσότερη ανησυχία προς τα δεξιά παρά προς τα αριστερά του. Την ίδια ώρα, τα μεγαλύτερα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης πελαγοδρομούν ανάμεσα στο 10% και το 20%, σε έναν εκλογικό κύκλο που στο τέλος του δεν θα καθορίσει τον πρώτο, αλλά τη σειρά των επόμενων.
Και για τους νικητές και για τους ηττημένους, η περασμένη Κυριακή έχει αφυπνιστικές ιδιότητες: όλα σ’ αυτήν τη χώρα έχουν ξανασυμβεί, όλα επαναλαμβάνονται, κάθε φορά με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Μπορεί όντως η ιδεολογική ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας να έχει αλλάξει σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από σαράντα χρόνια, μπορεί τα αντανακλαστικά στον λαϊκισμό να χαμηλώνουν, μπορεί όλοι να αναζητούν κάτι (ή κάποιον) πολιτικά καινούργιο που θα τους κάνει να σηκωθούν από τον καναπέ με όρεξη για να ψηφίσουν. Αυτό που δεν έχει αλλάξει όμως είναι ότι η αίσθηση της ολικής κυριαρχίας αργά ή γρήγορα δημιουργεί αντανακλαστικά, μια ανάγκη υπενθύμισης πως κανείς δεν μένει ανίκητος για πάντα. Το μήνυμα για τη ΝΔ είναι ξεκάθαρο. Ακόμα πιο δυνατό, όμως, είναι το μήνυμα για την Κεντροαριστερά. Οσο απογοητευτική κι αν υπήρξε τα τελευταία χρόνια για τους ψηφοφόρους της, έχει μια τελευταία ευκαιρία. Ακόμα μία.
Θα μπορούσε να είναι το τελευταίο σκίρτημα πριν από τον επιθανάτιο ρόγχο. Δεν μοιάζει όμως με κάτι τέτοιο. Η επικράτηση ενός κοινού αντιπολιτευόμενου υποψηφίου στη Θεσσαλία ήρθε ως απάντηση στην αφόρητη πίεση προς την τοπική κοινωνία ώστε να «ψηφίσει σωστά». Η συμβολική νίκη ενός αουτσάιντερ απέναντι σε ένα φαβορί στην Αθήνα φέρνει know-how ώστε η προοδευτική παράταξη να ξαναγίνει επίκαιρη: με πρόσωπα φρέσκα, χωρίς απαραίτητα κομματικές περγαμηνές, που ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε και έχουν πρόγραμμα με αναφορές στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει να συμμετάσχει ενεργά σ’ αυτό, όπως έδειξε να θέλει με τις επιλογές που έγιναν στον δεύτερο γύρο, θα το γνωρίζουμε όταν η αξιωματική αντιπολίτευση θα έχει επιλέξει τι θέλει ακριβώς να είναι, με ποιους συνεχίζει και ποιους αφήνει πίσω – και αν αυτοί που μένουν κουβαλούν έστω ένα ψήγμα από την παράδοση ενός πολιτικού χώρου που δίδαξε στην Αριστερά πώς να ανανεώνεται. Ο κλήρος της πρωτοβουλίας, μέχρι τότε, δεν πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ – κι ας είναι ακόμα αξιωματική αντιπολίτευση, κομμάτι ενός δικομματισμού που παραμένει αναλλοίωτος τα τελευταία έντεκα χρόνια.
Να ‘μαστε πάλι εδώ: οι βασικές ευθύνες για την ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου πέφτουν στις μικρές πλάτες του κόμματος που τον διαμόρφωσε καθοριστικά. Μιας γνώριμης πολιτικής σταθεράς, που κατάφερε να αντέξει μυθιστορηματικές εναλλαγές – κι αυτό, ανεξαρτήτως της γνώμης που έχει κανείς για τις κινήσεις και τις επιλογές της, ανεξαρτήτως αν πιστεύει στην τύχη, στις συγκυρίες ή στην ικανότητα των στελεχών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Το μόνο βέβαιο είναι πως το ΠΑΣΟΚ, τα χρόνια που πέρασαν, εξάντλησε τις έξι ζωές του. Πλέον του έχει απομείνει μόνο μία, μοναδική ευκαιρία. Και είναι τόσο πολύτιμη γιατί είναι, όντως, η τελευταία.