Διαβάζω και ακούω από προχθές, με αφορμή τον θάνατό της σε ηλικία 76 ετών, αναφορές στη Ματούλα. Οπου την αποκαλούν άλλοτε «Ματούλα του Κολωνακίου», άλλοτε «πρωταγωνίστρια της κοσμικής Αθήνας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70», «ασυμβίβαστη», «θρυλική περσόνα» και άλλα τέτοια, λίγο έως πολύ αόριστα. Διότι μόνο αν εντάξεις τη Ματούλα στο πλαίσιο της εποχής της, μπορείς να αποκωδικοποιήσεις τις αποχρώσεις της προσωπικότητάς της και να καταλάβεις πώς έγινε, κατά κάποιον τρόπο, διάσημη χωρίς να έχει κάνει κάτι σημαντικό στη ζωή της. Κι αυτό γιατί η «εποχή της» ήταν η τελευταία σε μια ξεκάθαρα χαρτογραφημένη Αθήνα που μπορούσε ακόμη να αναδείξει αυτό που λέμε «τύπους». Χωρίς διακριτικά, χωρίς επεξηγήσεις.
Αν η Ματούλα γεννιόταν και μεγάλωνε τριάντα, σαράντα χρόνια αργότερα, αν ήταν σήμερα, την εποχή της πολιτικής ορθότητας, στα ντουζένια της, θα επρόκειτο περί αποδιοπομπαίου τράγου και αρνητικής περσόνας. Μητέρα με ένα παιδί επί της ουσίας εγκαταλελειμμένο, ξεσπάσματα επί δικαίους και αδίκους, παρεκτροπές που δεν έκαναν κακό μόνο στον εαυτό της (κάτι το οποίο θα ήταν αναφαίρετο δικαίωμά της), χωρίς επαγγελματική βάση, βασιζόμενη συστηματικά στην «καλοσύνη των ξένων» όσον αφορά τα προς το ζην και με ένα μοναδικό ταλέντο να διώχνει από τη ζωή της ανθρώπους που την αγάπησαν και τη στήριξαν.
Η Ματούλα Κουτροπούλου όμως περιγράφεται κι αλλιώς. Ειδικά με φόντο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 που μεγάλωσε. Κόρη χωροφύλακα (και καταλαβαίνουμε τι σήμαινε χωροφύλακας εκείνες τις εποχές), είδε τη μάνα της να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της (γλίστρησε σε ένα κομμάτι σαπούνι) και ήρθε από την Κόρινθο στην Αθήνα σε ηλικία 13 ετών. Ενα «δαλιανιδοκόριτσο» στην Πλατεία Κυψέλης και στα καφέ της Φωκίωνος Νέγρη που, το 1960, ήταν ένα «άλλο Κολωνάκι», πιο αλέγκρο και πιο ζωντανό. Οσοι την είχαν προσέξει από τότε θυμούνται πως δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα όμορφη στο πρόσωπο αλλά το κορμί της, έστω και περιορισμένο στην αυστηρή σχολική ποδιά, έκανε στράκες. Τότε γνώρισε το αντικείμενο του πόθου των κοριτσιών, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τότε έκανε σχέση μαζί του. Κρατήθηκε, κατ’ εντολή του πατέρα της για τρεις μέρες στο τμήμα για να ομολογήσει ποιος της «πήρε την παρθενιά», δεν είπε τίποτα και έμεινε ένα διάστημα, για λόγους προληπτικούς, στο αναμορφωτήριο.
Από κει και πέρα – και μιλάμε πάντα με φόντο την εποχή – η πορεία της ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη. Και η ίδια δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αλλάξει ποτέ αυτήν την προδιαγραφή. Μια ζωή στα άκρα, πασπαλισμένη με στρας (που ουδεμία σχέση είχαν όμως με πραγματικά διαμάντια), παρέες με τους μεγάλους σταρ της εποχής, έλληνες και ξένους. Ο Ωνάσης, η Λάσκαρη, ο Κόκοτας, ο Βοσκόπουλος, φιλίες που θα μπορούσαν να της εξασφαλίσουν μια καριέρα στον κινηματογράφο, όχι και τόσο δύσκολο τότε για κορίτσια με την εμφάνιση της Ματούλας, ούτε κι αυτό της κάθισε όμως. Ιστορίες παρεκτροπών για τις οποίες δεν ξέρεις ποτέ πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει ο αστικός μύθος. Τα σίγουρα είναι τα καταγεγραμμένα. Η εμφάνισή της πάνω σε άλογο στο σημερινό Rock ‘n’ Roll, τότε Stagecoach, η φυλάκισή της για κατοχή μικροποσότητας ηρωίνης, η ξέφρενη ζωή της που οδήγησε τον γιο της Λορέντζο (καρπός του γάμου της με τον Ιταλό Λορέντζο Καριέρε, μέγα γόη της εποχής και ιδιοκτήτη της θρυλικής ντίσκο San Lorenzo) εκτός σπιτιού από την ηλικία των δέκα ετών, η ολοκληρωτική διακοπή σχέσεων μαζί του και με την οικογένειά του.
Το τέλος
Υστερα από μια τέτοια ζωή, με τόσο κόσμο να μπαινοβγαίνει από τις ορθάνοιχτες πόρτες της, η Ματούλα πέθανε ολομόναχη, σε ένα διαμέρισμα όπου είχε μετακομίσει πριν από λίγες εβδομάδες. Και συνέβη αυτό που ξορκίζουμε με αστεία όσοι μένουμε μόνοι μας. Τον θάνατό της δεν τον «πρόδωσε» η απουσία της – φαίνεται να μην έλειψε από κανένα επί περίπου μία εβδομάδα – αλλά η μυρωδιά και τα μυγάκια που έβγαιναν από την πόρτα του διαμερίσματος της λόγω προχωρημένης αποσύνθεσης. Σε ένα είδος αποσύνθεσης όμως, όσο κι αν λουζόταν στο «φως» μιας εποχής, επέλεξε να ζήσει και τη ζωή της. Αν μη τι άλλο, τίμιο.