Πώς το έλεγε εκείνη η παλιά διαφήμιση; «Ντυθείτε γαμπρός ή σαν γαμπρός». Α, γεια σου. Ή το άλλο, το τραγούδι του Καρρά; «Θα ντυθώ γαμπρός κι από δω και μπρος θα τα πίνω για μένα, θα τα σπάω για μένα…». Τέλος πάντων, παντρεύτηκε με τον Τάιλερ Μακμπέθ ο Στέφανος Κασσελάκης και με γεια του και χαρά του. Πολύ περισσότερο αφού αυτός ήταν ο μόνος τρόπος – έστω και μέσω περιφερειακής οδού – να πάρει ο σύντροφος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ άδεια παραμονής στην Ελλάδα. Και είναι σημαντικό διότι, κατά κάποιον τρόπο, «υποχρεώνει» τη χώρα να αναγνωρίσει τα δικαιώματα που προκύπτουν από γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου χωρίς να έχει, ακόμη, αναγνωρίσει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Αυτός ο γάμος και γενικώς αυτή η σχέση που εδώ και δυο μήνες έχει γίνει μέρος του κεντρικού πολιτικού αφηγήματος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρείται – και πολύ σωστά – ένα μεγάλο βήμα προόδου ως προς τις κοινωνικές διακρίσεις και αποκλεισμούς λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Κρατώ κάποιες επιφυλάξεις για το πόσο προχωρημένο είναι όλο αυτό αισθητικά. Το να μιλάς, δημόσια, τόσο πολύ για την προσωπική σου σχέση, το ραντεβού για μεγάλο γαμήλιο γλέντι το καλοκαίρι στην Ελλάδα, τα παιδιά που θα κάνουμε, τα ονόματα που θα τους δώσουμε, προσωπικά μου βγάζει κάτι σε παντρολόγημα της δεκαετίας του 1960. Δηλαδή, αν ο Στέφανος Κασσελάκης δεν ήταν πλέον πολιτικό πρόσωπο, μπορεί και να είχαν κοινό προφίλ στο Facebook. Διότι, τελικά, σημασία δεν έχει πάντα το τι κάνεις αλλά, τις περισσότερες φορές, το πώς το κάνεις.
Τέλος πάντων να ζήσουν τα παιδιά αλλά τις μέρες του γάμου, στην Κουμουνδούρου γίνονταν «κηδείες». Τέσσερις για να βγει χαριτωμένος τίτλος, πολύ περισσότερες αν συγκρίνουμε τον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ πριν από έξι μήνες, ας πούμε παραμονές των εκλογών του Μαΐου, με την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα. Και αν κάτι θα έπρεπε να πιστωθεί στον Στέφανο Κασσελάκη είναι το πόσο γρήγορα αποκάλυψε τα πήλινα πόδια του «γίγαντα» που βρυχόταν τόσα χρόνια στην πολιτική ζωή της χώρας, απειλούσε, τιμωρούσε, καταδίωκε, στοχοποιούσε, έλεγε και ξέλεγε. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και τώρα αλλά ενδοκομματικά.
Εδώ και χρόνια φαίνονταν οι οτρές που κρέμονταν, οι κλωστές δηλαδή που, αν τις τραβούσε κάποιος, θα άρχιζε να ξηλώνεται το «πουλόβερ» του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε εγώ περίμενα ωστόσο ότι το ξήλωμα θα γινόταν τόσο γρήγορα ούτε ότι θα ήταν τόσο θεαματικό και τόσο αποκαλυπτικό. Οτι δεν θα υπήρχε ένα κάτι, κάποιο εσώρουχο να καλύψει τη γύμνια. Τις εσωτερικές ίντριγκες, τις αντιζηλίες, τις διάτρητες ιδεολογίες, την έλλειψη οράματος που θα λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία, την έλλειψη προγράμματος που θα λειτουργούσε ως κινητήρια δύναμη. Αντ’ αυτού, καταστάσεις και ατάκες που λειτουργούν ως προσάναμμα καρναβαλιού.
Κάποτε, επηρεασμένη από τον Ελιοτ, θα έβαζε στοίχημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα τέλειωνε με έναν κρότο ή με έναν λυγμό. Θα το έχανα. Διότι, τελικά, φαίνεται να τελειώνει με ένα χάχανο. Κάτι σαν την Υπέρτατη Ταινία Καταστροφής. Διότι, όπως και να το δεις και από όλες τις πλευρές, το σημερινό κόμμα ουδεμία σχέση έχει με τον ΣΥΡΙΖΑ που ξέραμε. Ούτε καν με αυτό που ήξεραν οι ίδιοι οι Συριζαίοι. Πού να φανταστούν κι αυτοί ότι κάποιος που ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές, τους πήρε το κόμμα παραμάσχαλα.
Αφηγήματα με κακό τέλος
Η φράση αποδίδεται στον Μπίσμαρκ. Και λέει ότι τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται μετά το κυνήγι, κατά τη διάρκεια του πολέμου και πριν από τις εκλογές. Δεν το έλαβαν αυτό υπόψη όσοι βιάστηκαν να υιοθετήσουν το αφήγημα που ήθελε το Ισραήλ να βομβαρδίζει νοσοκομείο στη Γάζα και οι νεκροί, κυρίως παιδιά, να είναι περισσότεροι από πεντακόσιοι. Βγήκαν στα αμπριά των σόσιαλ και σήκωσαν λάβαρα και παλαιστινιακές μαντίλες.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες που αποκάλυψαν την αλήθεια. Ποια αλήθεια; Δεν λένε ότι ο εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα αλλά η πεποίθηση;