Αν ρίξει μια ματιά κάποιος στα επιτόκια για να πάρει ένα στεγαστικό δάνειο 15ετούς διάρκειας να στεγάσει την οικογένειά του, θα βρει να κινούνται στα επίπεδα του 4,3%, και μάλιστα το βρίσκει σταθερό για ένα διάστημα. Καμία σχέση με τα χαμηλότερα επίπεδα προ διετίας. Αλλά προσαρμοσμένα στη νέα εποχή. Μάλιστα, από τη στιγμή που το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με το οποίο δανείζονται οι ελληνικές τράπεζες, φτάνει το 4%, θα έλεγε κανείς ότι τα σημερινά επιτόκια των στεγαστικών είναι χαμηλά.
Αν ο ίδιος προσπαθήσει να πάρει χρηματοδότηση για την επιχείρησή του, δεν πρόκειται να βρει επιτόκιο κάτω από το 6,5%-7%. Αν είναι μικρομεσαία η επιχείρηση, το πιθανότερο είναι το επιτόκιό του να είναι διψήφιο. Ακόμα και οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα κόστος δανεισμού με spread (διαφορά) που δεν πέφτει κάτω από το 2%-2,5% σε σχέση με το επιτόκιο της ΕΚΤ. Αυτό, όπως γίνεται αντιληπτό, προκαλεί μια επιβάρυνση η οποία «μολύνει» με ακρίβεια το σύνολο της οικονομίας.
Συμφέρει δηλαδή έναν επιχειρηματία να πάρει το «φτηνό» στεγαστικό δάνειο, έναντι του κατά πολύ ακριβότερου επιχειρηματικού. Το ερώτημα είναι αν θα του το έδιναν και γενικά πόσοι δικαιούνται στεγαστικό δάνειο στην Ελλάδα. Οι τράπεζες προτιμούν προφανώς για κοινωνικούς λόγους να κρατούν χαμηλά τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, για τα οποία όμως υπάρχει εκτός των άλλων ανύπαρκτη ζήτηση λόγω των υψηλών τιμών των ακινήτων αλλά και της έλλειψης διαθέσιμων προς πώληση σπιτιών. Από την άλλη, χρεώνουν με πολύ υψηλά επιτόκια τις λίγες «τυχερές» επιχειρήσεις που δικαιούνται χρηματοδότησης.
Ολο αυτό το μοντέλο είναι σαφές ότι δεν βγάζει κάπου. Γενικώς υπάρχει ένα κενό, που συνήθως η «φύση» το καλύπτει. Εν προκειμένω το κενό θα προσπαθήσει να το καλύψει ένας νέος θεσμός, οι Εταιρείες Παροχής Πιστώσεων, οι οποίες λειτουργούν εδώ και χρόνια στην Ευρώπη. Αυτές θα μπορούν να δίνουν δάνεια σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Στεγαστικά και επιχειρηματικά, εκτός των καταναλωτικών που έδιναν μέχρι τώρα. Με καλύτερους πιθανότατα όρους. Με περισσότερες επιλογές. Σκεφτείτε απλά ότι οι νέες χορηγήσεις στεγαστικών δανείων ανήλθαν σε 1,1 δισ. το 2022, όταν το 2009 οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων είχαν φτάσει στο ιστορικό ρεκόρ των 12 δισ. ευρώ. Το επίπεδο αυτό μπορεί να ήταν υπερβολή της περιόδου πριν από την κρίση, η αγορά ωστόσο χαρακτηρίζεται από έλλειμμα χρηματοδότησης που σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες φτάνει τα 6 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Η Ελλάδα έχει τη σπάνια για την εποχή τύχη να αναπτύσσεται σε μια περίοδο που όλες οι γύρω οικονομίες κινούνται πτωτικά. Εχουμε μια ευκαιρία να καλύψουμε το έδαφος που χάσαμε την προηγούμενη δεκαετία, αρκεί να βρούμε τρόπους να λύσουμε τα προβλήματα που έρχονται από το παρελθόν. Αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε σε καμία περίπτωση μόνο με τράπεζες που θα διαγκωνίζονται για το ποια θα καταφέρει να δώσει χρήματα σε μια μεγάλη επιχείρηση που δεν τα χρειάζεται, γιατί, λόγω της ασφάλειας που προσφέρει, θέλουν ούτως ή άλλως όλοι να την χρηματοδοτήσουν. Πρέπει να προχωρήσουμε τολμώντας να χρηματοδοτήσουμε και τις εταιρείες και τους πολίτες που ατύχησαν κάποια στιγμή αλλά τώρα πατάνε καλύτερα στα πόδια τους.