Μια από τις δέκα ταινίες του τελευταίου φεστιβάλ ιταλικού κινηματογράφου «Cinema made in Italy», το οποίο από σήμερα αρχίζει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, είναι η «Παραξενιά» (La stranezza) του Ρομπέρτο Αντό, στην οποία ο μέγιστος ιταλός ηθοποιός Τόνι Σερβίλο υποδύεται τον ιταλό λογοτέχνη Λουίτζι Πιραντέλο. Η ταινία που τοποθετείται στο 1921 ακολουθεί τον μελλοντικό νομπελίστα λογοτεχνίας στην αγαπημένη του Σικελία, όπου επιστρέφει για τα 80ά γενέθλια του μέντορά του, του διάσημου μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Τζιοβάνι Βέργκα. Ωστόσο η άφιξη του Πιραντέλο στο Αγκριτζέντο τού επιφυλάσσει απρόσμενα νέα που τον εκτοξεύουν σε ένα σύμπαν γεμάτο από ασύλληπτες προσωπικότητες και μελαγχολικές αναμνήσεις. Αναμνήσεις που καθώς φαίνεται στηρίζουν το αριστούργημα του Πιραντέλο «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».

n Πώς προέκυψε αυτή η γλυκιά φαντασία με πυρήνα τον Λουίτζι Πιραντέλο; Θυμάστε πώς και υπό ποιες συνθήκες σάς ήρθε η ιδέα;

Είναι δύσκολο να πει κανείς από πού προέρχεται η έμπνευση. Πιστεύω ότι αυτή η ταινία προέρχεται από μακριά, από τη γνωριμία μου με το έργο του Πιραντέλο, ενός συγγραφέα που συνεχίζει να μου θέτει ερωτήματα πάνω στο νόημα της ζωής. Πολλά χρόνια πριν, ο Λεονάρντο Σάσια μού χάρισε μια βιογραφία του Πιραντέλο, και χρωστάω πολλά σε εκείνο το βιβλίο. Πάντα αναρωτιόμουν για το υπόβαθρο από το οποίο γεννήθηκε ένα αριστούργημα όπως το «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Αυτή η ταινία προσπαθεί με τη φαντασία να δώσει απάντηση σε εκείνα τα ερωτήματα.

n Εκτός από φόρος τιμής στο πνεύμα του Λουίτζι Πιραντέλο η ταινία μοιάζει να είναι και ένας φόρος τιμής προς το λαϊκό ιταλικό θέατρο. Ηταν κάτι που επιδιώξατε;

Πιστεύω ότι η ταινία αποτελεί φόρο τιμής στη μείξη φαντασίας και πραγματικότητας που συναντάμε στη Σικελία. Συχνά αυτές οι δύο διαστάσεις είναι δυσδιάκριτες. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1950 οι μαριονετίστες ήταν ακόμη ενεργοί και παρουσίαζαν όλον τον χρόνο τον κύκλο του «Chanson de Geste», τις ιστορίες των παραδοσιακών ηρώων της Γαλλίας. Μερικές φορές τα επεισόδια επικεντρώνονταν στον ρόλο του προδότη, του Γκάνο ντι Μαγκάνζα, και σε αυτές τις περιπτώσεις το κοινό, που αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από άνδρες, στο τέλος της παράστασης απαιτούσε να του παραδοθεί η μαριονέτα του προδότη για να μπορέσει να την καταστρέψει. Αυτό για να καταλάβουμε πόσο η φαντασία έχει να κάνει με τη ζωή των ανθρώπων, και επομένως με την αλήθεια. Αλλά υπάρχει ένα άλλο σημαντικό σημείο, και αυτό είναι η στενή σχέση του τραγικού με το κωμικό που συναντάμε σε κάθε κατάσταση στη Σικελία, ακόμα και σε μια κηδεία. Ο Πιραντέλο από νεαρή ηλικία παρακολουθούσε τις νομικές συζητήσεις που γίνονταν στο δικαστήριο του Ακράγαντα, και συχνά ήταν ιστορίες μοιχείας – για κερατώματα –, μπερδεμένων οικογενειακών καταστάσεων, ιστορίες πραγματικής τρέλας. Ο φανταστικός του κόσμος οφείλει πολλά σε αυτή τη φλέβα σουρεαλιστικής και παράδοξης κωμωδίας, και κυρίως στον τρόπο που εκφράστηκε στον λαό. Καθώς είμαι και θεατρικός σκηνοθέτης, αυτή η ταινία θέλει να τιμήσει τον λαϊκό κόσμο που τον περασμένο αιώνα διασκέδαζε τα βάσανά του μέσα από το θέατρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο νεκροθάφτες που βλέπουμε στην ταινία είναι δύο εξαιρετικοί αγγελιαφόροι εκείνου του κόσμου που σήμερα πλέον δεν υπάρχει.

n Κατά πόσο αυτό το είδος θεάτρου που βλέπουμε στην ταινία υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Ιταλία;

Σήμερα αυτές οι μορφές θεάτρου έχουν χάσει το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Η τηλεόραση κατέστρεψε όλο αυτό το φαντασιακό επίπεδο και μαζί του την πρακτική του ερασιτεχνικού θεάτρου.

n Ως Σικελός και άνθρωπος της Τέχνης, η σχέση σας με το πνεύμα και το έργο του Πιραντέλο θα πρέπει να είναι πολύ ισχυρή. Είναι όντως; Σας έχει επηρεάσει δημιουργικά;

Εξακολουθεί να με ενδιαφέρει πολύ. Πιστεύω ότι κατάφερε να ερμηνεύσει τη Σικελία όπως ελάχιστοι άλλοι συγγραφείς. Η λέξη-κλειδί για μένα είναι το μυστήριο. Υπάρχουν μυστήρια για τα οποία δεν υπάρχουν εξηγήσεις, λέει ο Πιραντέλο, αλλά το μυστήριό του είναι κοσμικό, αυτό που γεννιέται μεταξύ ατόμων που μιλώντας μεταξύ τους και αγαπώντας δεν μπορούν να κατανοήσουν βαθιά ο ένας τον άλλον. Είναι ένας συγγραφέας που ελκύεται από το ψέμα, από την ικανότητα του ανθρώπου να εμφανίζεται διαφορετικός από ό, τι είναι.

n Οταν γράφατε το σενάριο της ταινίας είχατε στο μυαλό σας τον Τόνι Σερβίλο για τον ρόλο του Πιραντέλο; Το ρωτώ διότι ακόμα και χωρίς το μακιγιάζ μοιάζει εκπληκτικά με τον συγγραφέα.

Εδώ και πολύ καιρό έλεγα στον Τόνι Σερβίλο ότι θα κάναμε μια ταινία για τον Πιραντέλο. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια εντυπωσιακή ομοιότητα. Οχι μόνο στα σωματικά χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως σε εκείνη τη δαιμονική αύρα, στο φως του βλέμματός του, που μας ανέφεραν σαν μαρτυρία όσοι γνώρισαν τον Πιραντέλο.

n Εκτός από τους προφανείς «σιτσιλιάνικους» λόγους, υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να αφιερώσετε την ταινία στη μνήμη του μεγάλου σικελού συγγραφέα Λεονάρντο Σάσια (1921-1989); Με ποιον τρόπο σάς επηρέασε το έργο του;

Η σχέση μου με τον Σάσια ήταν καθοριστική για την καλλιτεχνική μου ζωή. Ο Λεονάρντο με βοήθησε να ξεπεράσω την ντροπή και με ώθησε να γίνω αυτό που είμαι: ένας σκηνοθέτης, ένας συγγραφέας. Του χρωστάω πολλά, καθώς έχει γράψει επίσης μερικά από τα σημαντικότερα δοκίμια για το έργο του Πιραντέλο.

n Ο Σάσια ήταν «πολιτικός συγγραφέας» και οι ταινίες σας, σχεδόν πάντα υπό το πρίσμα της κωμωδίας, έχουν έντονο πολιτικό προσανατολισμό. Θεωρείτε τον εαυτό σας πολιτικό σκηνοθέτη;

Με ενδιαφέρει πολύ η πολιτική ως χώρος όπου αποκαλύπτονται η εξουσία, η ανεπάρκεια, η αποτυχία. Με ενδιαφέρει σε σχέση με τη ζωή.

n Τόσο ο Σάσια όσο και ο Πιραντέλο εκπροσωπούσαν ιδέες και φιλοσοφίες που προασπίζουν τις αληθινές ανθρώπινες αξίες, αξίες όμως οι οποίες στο πέρασμα του χρόνου φάνηκαν να φθίνουν και να μαραζώνουν. Υπάρχουν αντίστοιχοι Σάσια και Πιραντέλο στην εποχή μας που τόσο πολύ τους χρειάζεται;

Θα έλεγα ότι ο Πιραντέλο ήταν ένας υπαρξιακός συγγραφέας, ο Σάσια ένας συγγραφέας πολιτικός. Ο Πιραντέλο ήταν φασίστας, ο Σάσια αγωνίστηκε πάντα για την επιβεβαίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αλήθειας. Υπό αυτό το πρίσμα, τον αισθάνομαι περισσότερο ως πρότυπο.