Ο άνευ ορίων πόλεμος που ξεκίνησαν οι τρομοκράτες της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ οδήγησε την Αγκυρα να δείξει τον πραγματικό της εαυτό σε πολύ κρίσιμη στιγμή, κάτι που έχει ιδιαίτερα αυξημένο ειδικό βάρος σε σχέση με κάθε άλλη περίοδο: δεν πρόκειται πλέον για ένδειξη, ισχυρή έστω, αλλά για ατράνταχτη απόδειξη για τη στάση της χώρας σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης. Η Τουρκία, αφού πρώτα λειτούργησε συστηματικά (και ακόμα λειτουργεί) ως Πέμπτη Φάλαγγά της Μόσχας στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ γύρω από το Ουκρανικό, τώρα καθημερινά έρχεται όλο και πιο κοντά στη Χαμάς. Και όχι μόνον η κυβέρνηση, αλλά και το λαϊκό αίσθημα, που βράζει εναντίον του Ισραήλ και των ΗΠΑ, σε όλη τη χώρα.
Το καλό νέο όμως είναι πως, σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση δείχνει να άκουσε και να κατέβασε ταχύτητα στην πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου που είχε μόλις τεθεί σε κίνηση, μα σε συνθήκες τώρα εντελώς διαφορετικές από εκείνες στο Βίλνιους και, πλέον, ολοκληρωτικά και εξόφθαλμα απαγορευτικές για οποιοδήποτε είδος ουσιώδους συζήτησης με την Αγκυρα.
Το γεγονός ότι στις πρώτες προγραμματισμένες συνομιλίες που ξεκίνησαν αυτή την εβδομάδα το δεσπόζον ζήτημα φέρεται να ήταν η Μέση Ανατολή δείχνει ότι ήδη έχει πατηθεί κάποιο φρένο, δηλαδή το ελάχιστο νοητό, στο χρονοδιάγραμμα που είχε τεθεί. Οχι με τη μορφή αναβολών ή ακυρώσεων, καθώς οι ημερομηνίες προς στιγμή εξακολουθούν να παραμένουν ενεργές και πυκνές όπως ήδη ήταν, αλλά με τη μορφή αποφυγής συζητήσεων ουσίας, τουλάχιστον με το πρόγραμμα όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι και το κοινό υπουργικό συμβούλιο, το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας της Θεσσαλονίκης στις αρχές Δεκεμβρίου. Το οποίο, αν και παραμένει στις ατζέντες των δύο κυβερνήσεων, είναι πλέον λίαν αμφίβολο αν οι μέχρι τότε εξελίξεις θα επιτρέψουν τελικά να πραγματοποιηθεί. Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι δεν πρέπει. Και αυτό, επειδή Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται (και ευτυχώς!) στον αντίποδα ως προς το μεγαλύτερο πρόβλημα που απασχολεί πλέον ολόκληρο τον κόσμο.
Οι λίγες εβδομάδες που μεσολαβούν από σήμερα μέχρι το προγραμματισμένο Ανώτατο Συμβούλιο θα είναι τέτοιες μόνον στα ημερολόγια. Από πλευράς πολεμικού χρόνου και, ενδεχομένως ιστορικής κλίμακας εξελίξεων, ενδέχεται να αποδειχθούν χρόνια. Και αφού οι δύο χώρες βρίσκονται τοποθετημένες ξεκάθαρα στις αντίθετες πλευρές της σύγκρουσης, είναι αδύνατον να προσδιορίσει κανείς σήμερα ποιες θα είναι οι συνθήκες τότε και αν θα είναι ακόμα στοιχειωδώς λογικό να προβούν από κοινού σε κάτι τέτοιο. Αυτό δεν υπονοεί κάποιο είδος εμπλοκής στις άμεσες εξελίξεις της σύγκρουσης επί του πεδίου, που, έτσι κι αλλιώς είναι πολύ πέρα από το διαμέτρημα αμφότερων των κρατών. Υπάρχουν όμως κρίσιμες δράσεις που, λ.χ. η Ελλάδα, αν εμπλακούν οι ΗΠΑ, θα κληθεί να στηρίξει και ασυζητητί θα πρέπει να το πράξει.
Αν λοιπόν υπάρξει κλιμάκωση, με ή χωρίς το παραπάνω, είναι έτοιμος ο Πρωθυπουργός να ακούσει τον Ερντογάν λ.χ. στην αντιφώνησή του on camera σε επίσημο δείπνο, ή σε κοινή συνέντευξη Τύπου, να του λέει επί ελληνικού εδάφους κάτι σαν «κακώς βοηθάτε τους εγκληματίες πολέμου της κυβέρνησης του Ισραήλ και τους δολοφόνους φίλους τους Αμερικανούς»; Γιατί δεν είμαστε πια καθόλου μακριά απ’ αυτό. Ή υπάρχει κανείς που δεν τον θεωρεί ικανό; Ας θυμηθεί τότε τι είχε συμβεί στην επίσκεψή του στην Αθήνα, μέσα στο προεδρικό μέγαρο… Είναι ο Μητσοτάκης έτοιμος και εις θέση να του απαντήσει αμέσως ότι είναι απαράδεκτο ως φιλοξενούμενος της Ελλάδας να μιλά έτσι για τη χώρα και τους συμμάχους της από το έδαφός της, παρουσία δε του Πρωθυπουργού της και να τα μαζεύει και να φεύγει; Γιατί αλλιώς, θα έχει διαπράξει βαρύ ατόπημα. Ασφαλώς όχι.
Επειδή λοιπόν εξαιρετικά δυσάρεστες εκπλήξεις όλων των ειδών καραδοκούν εφεξής όσο ποτέ από την πλευρά Ερντογάν, η 7η Δεκεμβρίου δεν πρέπει να γίνει. Ασφαλώς μπορεί να κυλήσει ομαλά. Εξίσου όμως, μπορεί πλέον να εξελιχθεί σε απόλυτη καταστροφή.