Στις 9 το πρωί της 16 Οκτωβρίου του 1975 είχαν ήδη όλοι λάβει τις θέσεις τους στη δίκη των κατηγορουμένων για την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, υπόθεση που θα εκδικαζόταν από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών σε αίθουσα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού για λόγους ασφαλείας. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο εφέτης Ιωάννης Κουσουλός και εισαγγελέας της έδρας ο Νικόλαος Γανώσης. Η ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε δυόμισι μήνες ολοκληρώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1975 με βαριές καταδίκες για τους πρωταίτιους, με 20 από τους κατηγορουμένους να καταδικάζονται σε πολυετείς ποινές φυλάκισης (25 χρόνια ο Γεώργιος Παπαδόπουλος) και σε ισόβια κάθειρξη (Δημήτρης Ιωαννίδης, Νικόλαος Ντερτιλής), ενώ 12 εκ των κατηγορουμένων αθωώθηκαν. Τη δίωξη όσων ευθύνονταν τόσο για την αιματοβαμμένη εξέγερση των φοιτητών όσο και για τους νεκρούς και τραυματίες στους γύρω δρόμους ή και σε σημεία αρκετά μακριά από το κέντρο της πόλης, προκάλεσε πρωτοβουλία πολιτών ενάμιση μήνα μετά την πτώση της χούντας. Την προανάκριση ανέλαβε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Δημήτρης Τσεβάς ο οποίος παρέδωσε το πόρισμά του στις 14 Οκτωβρίου 1974 στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Αθηνών και, τον Ιούλιο του 1975, το Συμβούλιο Εφετών παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με 33 στρατιωτικούς, αστυνομικούς και πολιτικούς να κατηγορούνται για 24 φόνους και σωρεία άλλων εγκλημάτων.
Παρουσία των κατηγορουμένων πραξικοπηματιών, οι οποίοι κάθονταν στις τελευταίες σειρές των εδωλίων, κατέθεσαν 237 μάρτυρες κατηγορίας και 47 μάρτυρες υπεράσπισης. Σε βίντεο από το αρχείο της ΕΡΤ καταγράφονται ένας ένας οι κατηγορούμενοι να συνθέτουν στις απολογίες τους τις αιματηρές ψηφίδες της καταστολής της εξέγερσης που έχει συμβολοποιηθεί στο φωτογραφικό καρέ της εισβολής του τανκ στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου, μια βίαιη κίνηση του καθεστώτος που στόχο είχε να κάμψει το αντιστασιακό φρόνημα των φοιτητών αλλά και να εξουδετερώσει τη δίψα του λαού για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Αλήθειες, υπεκφυγές, κυνικές παραδοχές και κακά ελληνικά, που διατυπώθηκαν με τη χαρακτηριστική χρήση της καθαρεύουσας, είναι ένα μόνο δείγμα των όσων ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. «Εγώ απεφάσισα την επέμβαση διά την εκκένωση του Πολυτεχνείου και διά την εξαφάνιση του πυρήνος, της εστίας της όλης αναταραχής», έχει καταγραφεί να λέει μεταξύ άλλων κατά την απολογία του στη δίκη ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος. Δύο από τους δικηγόρους που παρέστησαν στη δίκη του Πολυτεχνείου ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής, ο Φώτης Κουβέλης και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, μιλούν στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», ανακαλώντας στιγμές από τη διαδικασία, με το βλέμμα στραμμένο στον μισό αιώνα που συμπληρώνεται σε μερικές εβδομάδες από την κομβική – για την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή ιστορία – «στιγμή» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ. «Πέρασαν 50 χρόνια. Μισός αιώνας. Από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον παραμερισμό της Δικτατορίας, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Σαν να ήταν χθες. Και ταυτόχρονα τόσο μακριά στον χρόνο, που χώνεψε πολλά και έφερε πολλά. Μέσα στων καιρών τα γυρίσματα, βλέπεις πως τα ιστορικά ορόσημα γίνονται επετειακές εκδηλώσεις και τα βιωματικά υπαρξιακά γεγονότα εθιμοτυπικά πρωτόκολλα. Οι δίκες και καταδίκες των πρωταιτίων της 21ης Απριλίου, των υπαιτίων για τα εγκλήματα κατά την επέμβαση του στρατού στο Πολυτεχνείο, των βασανιστών της ΕΣΑ και της Αστυνομίας, δεν είναι μονάχα για τα αρχεία και τα βιβλία, τις έρευνες και τις μελέτες. Είναι περιεχόμενο άγρυπνης συνείδησης και ανήμερης μνήμης, πολιτών και κοινωνίας», επισημαίνει ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, σημειώνοντας τι είχε προηγηθεί της δίκης κατά την οποία ο ίδιος ήταν 33 ετών. «Η αγωνιστική αξίωση για “Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία” της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που συγκλόνισε την ελληνική πραγματικότητα του Νοεμβρίου 1973 και μετά αντιστοιχήθηκε με το πάνδημο αίτημα που δονούσε τη Μεταπολίτευση “δώστε τη χούντα στον λαό”. Την ιστορική εθνική και κοινωνική ανάγκη για λύτρωση της προδοσίας της Κύπρου, δικαίωση των θυμάτων της δικτατορίας, υπεράσπιση – καταξίωση της συνταγματικής δημοκρατικής νομιμότητας, κλήθηκε η Δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει. Η παράλληλη διαδικασία αποχουντοποίησης και εκδημοκρατισμού, απέκτησε πολλαπλούς συμβολισμούς και έδωσε στη ζώσα Δικαιοσύνη συμβολική και διαπλαστική δύναμη για τη δημόσια συνείδηση και ιστορία. Οι δίκες της μεταβατικής περιόδου αποχουντοποίησης, προστίθενται στο δεδομένο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, να περνάει κάθε τόσο από τις δικαστικές αίθουσες και να αφήνει απαράγραπτα τεκμήρια και μαρτυρίες σε τραγικές και ηρωικές υποθέσεις. Πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση και τις μεγάλες δίκες της, σήμερα, πορευόμαστε προς το 2050, φορτωμένοι δημοκρατικά ελλείμματα, κοινωνικές ανισότητες, θεσμική ανυποληψία και πολιτισμικές αντιφάσεις, οικολογική θλίψη και αγωνίες ανθεκτικότητας», αναφέρει ο ίδιος.
«ΚΟΡΔΑΚΙΖΟΝΤΑΝ ΩΣ ΕΘΝΟΣΩΤΗΡΕΣ». «Αρχισα να δικηγορώ τον Απρίλιο του 1975. Είχα αποφυλακιστεί από τις εγκληματικές φυλακές Κέρκυρας, μετά τέσσερα χρόνια κάθειρξης σε πειθαρχική απομόνωση, τον Αύγουστο του 1973. Τον Νοέμβριο του 1973 αναγκάστηκα να βρεθώ στην παρανομία για να μη συλληφθώ και πάλι. Στις δίκες των πρωταιτίων στις 21 Απριλίου (28/7/1975), κατά των υπαιτίων για τα εγκλήματα της εισβολής στο Πολυτεχνείο (16/10/1975), προσήλθα με την Ενωση Δημοκρατικών Δικηγόρων, ως πολιτική αγωγή, εκπροσωπώντας παθόντες και για λογαριασμό της κοινωνίας των πολιτών που βιάστηκε από τη δικτατορία. Ημουν κατακλυσμένος από τα προσωπικά βιώματα της καταδίωξης, σύλληψης, βασανιστικής ανάκρισης, καταδίκης σε κάθειρξη και φυλάκιση για παράβαση του ΑΝ 509 της εμφύλιας πολεμικής τραγωδίας. Επίσης, από την υπαρξιακή εμπειρία της πολυήμερης δικής μου στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθήνας, με τους 34 αγωνιστές της Δημοκρατικής Αμυνας. Ηταν ζωντανές και οι μνήμες από τις μεγάλες δίκες της δεκαετίας του 1960 κατά εφημερίδων, δημοσιογράφων, πολιτών για περιύβριση Αρχής, θρόνου και κυβέρνησης, διασπορά ψευδών ειδήσεων, αντίσταση κατά της Αρχής, πρόκληση σε διχόνοια κ.ά. Εμπειρίες που διαμόρφωσαν την υπαρξιακή μου σχέση με την αγωνιστική υπεράσπιση δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και την έμπρακτη αντίσταση ως άσκηση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 114», θυμάται ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και, για λίγο, κάθεται ξανά στη θέση από την οποία έλαβε μέρος, ως συνήγορος πολιτικής αγωγής, στην ιστορική δίκη του Πολυτεχνείου. «Ησαν έντονες μέσα μου οι αγωνίες για την πορεία και την έκβαση της δίκης, τη στάση των μαρτύρων, των δικαστών, των εριστικών κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους. Προβληματικά πρόσωπα, που κορδακίζονταν ως εθνοσωτήρες, ασυνάρτητες και θρασύδειλες περιπτώσεις. Κάθε μέρα βασανιστικές σκέψεις για το ποιοι βύθισαν την Ελλάδα στο σκοτάδι και τη βαρβαρότητα και για το πώς το δημοκρατικό σύστημα υπονομεύτηκε και διαβρώθηκε», αναφέρει ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και θυμάται μια στιχομυθία ανατριχιαστική: «Στην πρώτη ημέρα, κατά τη διαδικασία νομιμοποίησης των παραγόντων της δίκης, μέσα στον σχετικό θόρυβο, ακούγεται η μεταλλική φωνή του φυλακισμένου δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, με επιθετικό ψυχρό τόνο, να επιτιμά τον συνήγορο Θόδωρο Κατριβάνο: “Σταματήστε κ. Κατριβάνο. Σας θυμάμαι από ισοβίτη διαρκώς να θορυβείτε”. Ο Κατριβάνος αντιδρά ψύχραιμα και διασκεδάζοντας την πρόκληση λέει πως “δεν υπήρξε ισοβίτης, αλλά διαρκώς εξόριστος”. Για να ακολουθήσει η συγκλονιστική σκηνή με τον Παπαδόπουλο να συνεχίζει: “Δεν με θυμάστε κ. Κατριβάνο, εγώ σας θυμάμαι από τη δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη που ήμουν, εκ δεξιών στρατοδίκης”. Με εγκληματική αυταρέσκεια, ο δικτάτορας αποκαλύπτει αμαρτωλές πτυχές της αντιδημοκρατικής του δράσης. Στιγμές που συγκλονίζουν και δείχνουν την ξεχωριστή δυναμική της ζωντανής δίκης».
«ΔΕΝ ΣΥΝΟΜΙΛΟΥΣΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ». Λίγη ώρα προτού το τανκ ρίξει την πύλη του Πολυτεχνείου, ο Φώτης Κουβέλης στεκόταν ακριβώς απέναντι, προς τα δεξιά, μαζί με πάρα πολύ κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, στη δίκη που έγινε για το Πολυτεχνείο και τα εγκλήματα που διεπράχθησαν εκείνα τα 24ωρα, ο ίδιος ήταν μόλις 27 ετών. «Η προετοιμασία για τη δίκη άρχισε κυρίως στο στάδιο που διάφοροι πολίτες κατέθεταν μηνυτήριες αναφορές ή και μηνύσεις. Σε αυτήν τη διαδικασία είχα πάρει μέρος προτού βέβαια η υπόθεση να οδηγηθεί στο δικαστήριο. Μετά άρχισε η δίκη που ήταν πολύωρη και κράτησε δυόμισι μήνες. Το ακροατήριο δεν ήταν μεγάλο γιατί υπήρχαν μέτρα ασφαλείας. Αλλωστε, για αυτόν τον λόγο και η δίκη έγινε μακριά από το κέντρο της Αθήνας. Εκείνο που μπορώ να σημειώσω είναι ότι σε αυτήν τη μεγάλη διαδικασία οι κατηγορούμενοι δεν συνομιλούσαν μεταξύ τους. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, το οποίο έπεσε στην αντίληψη όλων μας, ότι ο Ιωαννίδης με τον Παπαδόπουλο δεν αντάλλαξαν ούτε ένα βλέμμα», σημειώνει ο ίδιος.
«ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ». «Συγκρατώ την οδύνη των ανθρώπων που κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας διότι πολλοί από αυτούς είχαν τραυματιστεί και άλλοι είχαν ξυλοκοπηθεί βαρύτατα. Δεν ήταν μόνο από τα γεγονότα τα οποία εξελίχθηκαν μέσα στο Πολυτεχνείο αλλά ήταν και όλα εκείνα, τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο αξιολόγησης από το δικαστήριο, που συνέβησαν εκτός του Πολυτεχνείου. Υπήρξαν καταθέσεις μαρτύρων ότι ακροβολισμένοι, ελεύθεροι σκοπευτές από την ταράτσα του τότε υπουργείου Δημόσιας Τάξης, του ΟΤΕ, αλλά και από την ταράτσα του τότε ξενοδοχείου ΑΚΡΟΠΟΛ πυροβολούσαν μέσα στο πλήθος. Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού εκείνο το οποίο αναδείχθηκε, πέρα από τις ανθρωποκτονίες, ήταν η βιαιότητα με την οποία έπεσε η πόρτα του Πολυτεχνείου, με τα επακόλουθα που υπήρξαν. Και σε άλλα σημεία της πόλης όμως υπήρξαν τραυματισμοί και θάνατοι. Βεβαίως, εδώ η απόδειξη ήταν αρκετά δυσχερής διότι δεν ήσαν πάρα πολλές οι μαρτυρίες. Συνέβησαν όμως τα γεγονότα αυτά», αναφέρει ο Φώτης Κουβέλης και θυμάται μια μαρτυρία ενδεικτική των γεγονότων: «Θυμάμαι την κατάθεση του μάρτυρα Μανώλη Μυλωνάκη, ψυχιάτρου, ο οποίος είχε το ιατρείο του στην οδό Αβέρωφ και Πατησίων. Ο οποίος κατέθεσε για τα γεγονότα αυτά και χαρακτηριστικά είπε ότι όταν μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου ήταν το ιατρείο του, ήταν γεμάτη αίματα. Μάλιστα, κράτησε και μια μπλούζα που βρήκε που ήταν γεμάτη αίματα από αυτά τα παιδιά που προσέφευγαν σε διάφορα κτίρια για να σωθούν. Και αυτή η μπλούζα επεδείχθη στο δικαστήριο. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι όλα αυτά που έγιναν είχαν το στοιχείο εγκληματικών πράξεων για τις οποίες και καταδικάσθηκαν με τις γνωστές ποινές τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, διότι υπήρξαν και κάποιοι οι οποίοι δεν οδηγήθηκαν στο δικαστήριο και τούτο διότι ήταν δύσκολη η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, όπως προέκυπτε από την ανάκριση».