Αποκόπηκαν σε τρυφερή ηλικία από τον οικογενειακό ιστό. Κλήθηκαν να μεγαλώσουν σε ιδρυματικό περιβάλλον. Στερήθηκαν τη θαλπωρή και τη συναισθηματική ασφάλεια. Ηρθαν συχνά αντιμέτωπα με την κακοποίηση. Είναι τα παιδιά των ιδρυμάτων. Και είναι σε μεγάλο βαθμό «αόρατα». Πρώτον, γιατί πολλά από αυτά δεν καταγράφονται στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων, με αποτέλεσμα να είναι άγνωστος ο ακριβής αριθμός τους. Δεύτερον, γιατί «δεν τα “βλέπει” κανένα σύστημα, κανένας θεσμός και κανένας φορέας», όπως υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.
«Τα παιδιά αυτά γίνονται “αόρατα” καθώς μετά την είσοδό τους σε κάποια δομή δεν είναι καθόλου εύκολο να εξακριβωθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ανατρέφονται», σημειώνει η νομικός και πρόεδρος του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών για την Εξωιδρυματική Φροντίδα Ελένη Γεώργαρου. Ελλείψει ενός θεσμικού οργάνου συνηγορίας, συμπληρώνει, «η εποπτεία που γίνεται θεσμικά από τα περιφερειακά Τμήματα Κοινωνικών Συμβούλων είναι απολύτως τυπική και εξαντλείται σε συνθήκες υγιεινής, ενώ κανείς δεν επικοινωνεί άμεσα με τα ίδια τα παιδιά».
Πόσα είναι στην Ελλάδα; Το αρμόδιο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας καταγράφει αυτή τη στιγμή συνολικά 1.258 παιδιά σε δομές παιδικής προστασίας ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου. Από αυτά, 791 (μεταξύ τους και 28 ενήλικα) φιλοξενούνται σε ιδιωτικές δομές παιδικής προστασίας. Στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας που βρίσκονται στις Περιφέρειες ανά την Ελλάδα και αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αυτή τη στιγμή διαμένουν 467 παιδιά με τον κύριο όγκο τους να βρίσκεται στην Αττική.
Ομως, πολλά παιδιά διαβιούν σε στεγαστικές δομές που δεν δηλώνονται στην επίσημη κρατική πλατφόρμα, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη λεπτομερή καταγραφή τους. Αυτά μπορεί να είναι ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, παιδιά με αναπηρία που διαμένουν σε κερδοσκοπικού τύπου δομές, οι οποίες δεν επιβλέπονται, ενώ υπάρχουν και δομές όπου φιλοξενούνται έφηβοι από τη Γερμανία, κατόπιν απόφαση τη γερμανικής Δικαιοσύνης και διαβιούν εκεί «κάτω από το ραντάρ» και πέρα από την εποπτεία των γερμανικών και των ελληνικών Αρχών (σε Ηλεία και Εβρο).
Η ετήσια έκθεση της UNICEF προσφέρει μια αντίστοιχη εικόνα. Για το 2022, κατέγραφε 3.356 παιδιά που βρίσκονται σε ιδρυματική φροντίδα. Από αυτά, τα 1.346 διέμεναν σε ιδρύματα παιδικής προστασίας υπό την εποπτεία του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ενώ υπήρχαν και 2.010 ασυνόδευτοι ανήλιοι που διέμεναν σε ξενώνες φιλοξενίας υπό την εποπτεία του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. Κατά τον Οργανισμό, τα παιδιά που φιλοξενούνται στις δομές παιδικής προστασίας αντιπροσωπεύουν το 84% των παιδιών που χρήζουν προστασίας.
«Δεν υπάρχουν καλά ιδρύματα». Ομως, τι σημαίνει για τα παιδιά η ζωή στα ιδρύματα; Ο Γιώργος Νικολαϊδης είναι απόλυτος στην κρίση του για το πόσο βλαπτική για τη συναισθηματική, ψυχική και πνευματική κατάσταση ενός παιδιού είναι η παραμονή του εντός μιας τέτοιας δομής: «Εδώ θα πρέπει να διαλύσουμε μία παρανόηση. Δεν υπάρχουν καλά ιδρύματα. Δεν υπάρχουν μη κακοποιητικά για τα παιδιά ιδρύματα. Δεν υπάρχει κανένα ίδρυμα ούτε από αυτά που υπάρχουν στην Ελλάδα, ούτε από αυτά που υπάρχουν στο εξωτερικό, που να μην κάνει κακό στα παιδιά». Παράλληλα, υπογραμμίζει πώς το ιδρυματικό περιβάλλον δύναται να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες. «Ιδιαίτερα για τα βρέφη και τα νεογνά, έχει αποδειχθεί ότι αυτές οι βλάβες είναι μη αναστρέψιμες. Ενα βρέφος ή ένα παιδί έως δύο ετών που μεγαλώνει εκεί θα υποστεί από αυτό και μόνο το γεγονός βλάβες στον εγκέφαλό του ορατές από μία μαγνητική τομογραφία», περιγράφει.
Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει τον ΟΗΕ να προβεί σε παγκόσμια έκκληση προκειμένου να μην αφήνεται κανένα νεογνό, βρέφος και νήπιο κάτω των τεσσάρων ετών να μεγαλώνει εντός ιδρυμάτων παιδικής προστασίας. Αλλωστε, το ενδεχόμενο κακοποίησης ενός παιδιού σε αυτούς τους χώρους είναι εξαιρετικά μεγάλο. «Ενα παιδί με το που θα φιλοξενηθεί σε ένα ίδρυμα παιδικής προστασίας έχει 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί από άλλα παιδιά σωματικά (αυτό μπορεί να συμβεί και στις πρώτες εβδομάδες) και 25-30% πιθανότητες να κακοποιηθεί σεξουαλικά», τονίζει ο Γιώργος Νικολαΐδης.
Η Ελένη Γεώργαρου, από την πλευρά της, επισημαίνει πως «το παιδί σε ένα ίδρυμα αισθάνεται αντικείμενο οίκτου, αισθάνεται τη διαφορετικότητά του σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά και βιώνει στην καθημερινότητα του ένα πολύ χαμηλό επίπεδο μορφωτικών, ψυχαγωγικών και γενικά κοινωνικών συνθηκών». Η ίδια εστιάζει στον κίνδυνο της ιδρυματοποίησης, μία συνθήκη που δυναμιτίζει την προοπτική ομαλής ένταξης των ενήλικων πια παιδιών στην κοινωνία: «Το παιδί καθίσταται συνήθως παθητικό, ανέτοιμο και απροετοίμαστο για τις ανάγκες της ενήλικης ζωής. Ιδρυματοποιείται, παθητικοποιείται και δεν έχει την ευκαιρία να εξελίξει την πνευματική και συναισθηματική του ωριμότητα».
Η Χριστίνα Κεμαβόρ, που πέρασε επτά χρόνια σε δομή προστασίας, εντοπίζει ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα: «Το να μεγαλώνεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι δύσκολο γιατί ακριβώς πρόκειται για μία δύσκολη ηλικία. Ειδικά στην εφηβεία δεν έχεις ούτε την προσοχή, ούτε τη φροντίδα που χρειάζεσαι. Οταν είσαι με παιδιά ηλικίας από έξι έως 17 ετών δεν υπάρχει η κατάλληλη προσοχή για κανένα από αυτά. Υπήρχε πολλή παραμέληση. Ουσιαστικά, το μόνο που έκαναν για να μας φροντίσουν ήταν να μας ταΐσουν και να μας διαβάσουν».
Η Χριστίνα σήμερα είναι 22 ετών και κατάφερε να εισαχθεί στη Νοσηλευτική και ζει μόνη της. Εξομολογείται πως η ζωή της είναι ιδιαίτερα απαιτητική και δύσκολη, ιδιαίτερα ύστερα από ένα τόσο παρατεταμένο διάστημα παραμονής σε μία στέγη παιδικής προστασίας. «Στο ίδρυμα δεν μας έμαθαν ποτέ πώς να είμαστε αυτόνομοι. Εγώ προσωπικά δεν είχα μάθει τι σημαίνει οργάνωση και ευθύνες. Βγαίνεις έξω, σε πετούν σε ένα χάος και από εκεί που είχες το τραπέζι στρωμένο πρέπει να μάθεις να το στρώνεις μόνος σου. Ολο αυτό είναι πολύ χαοτικό», περιγράφει και συμπυκνώνοντας την εμπειρία της καταλήγει: «Πέρα από ασφαλής δεν μπορούσα να νιώσω εμπιστοσύνη και ζεστασιά, πως υπάρχει κάποιος που πραγματικά να νοιάζεται για μένα».