Πάντοτε με σαγήνευε το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη στην οδό Αγρας. Η διακριτική του γοητεία απέπνεε το άρωμα μιας διαφορετικής Αθήνας, πιο μικρής και λιτής, πιο κοντά στο ουσιώδες. Σε μια από τις επισκέψεις μου, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα πριν από λίγα χρόνια, είχα την τύχη να γνωρίσω, μέσω του γιατρού και συλλέκτη Νίκου Παΐσιου, την Αννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη, που έζησε εκεί και πέθανε πρόσφατα. Ηταν μια συνάντηση ιδιαίτερα θερμή: με ξενάγησε στους χώρους του σπιτιού, σταματώντας κάθε τόσο μπροστά σε έναν πίνακα, ένα αντικείμενο, ένα βιβλίο, ψηλαφώντας τα τρυφερά, μιλώντας για την προέλευση και την ιστορία τους. Ενα ζωντανό μουσείο ήταν το σπίτι, όπως μπορούμε να δούμε και στους πίνακες της Λήδας Κοντογιαννοπούλου, που αποτύπωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία τα δωμάτια, αποδίδοντας θαυμάσια την ξεχωριστή ατμόσφαιρά τους.
Οταν βρέθηκα στο Λονδίνο, για την κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ, επισκέφθηκα την πρεσβεία μας και το γραφείο όπου ο Γιώργος Σεφέρης ολοκλήρωσε τη διπλωματική του καριέρα. Μόνο ένα βιβλίο εισερχομένων υπήρχε, κι όμως ο χώρος ήταν ιδιαίτερα υποβλητικός. Τότε ακριβώς σκέφτηκα ότι άξιζε να δημιουργήσουμε εκεί μια μόνιμη έκθεση για τον ποιητή, εμπλουτίζοντας το γραφείο με μερικά προσωπικά του αντικείμενα.
Για μένα η μνήμη, η ανάδειξη των τόπων, το ζωντάνεμα του παρελθόντος και η εγγραφή του στη συνέχεια, πλουτίζουν το παρόν μας και εγγυώνται το μέλλον μας, βαθαίνοντας την αυτογνωσία μας. Ετσι, με την πρόθυμη μεσολάβηση του Νίκου Παΐσιου και την ευγενική προσφορά της Αννας Λόντου, στείλαμε στην πρεσβεία μας βιβλία, χειρόγραφες επιστολές, φωτογραφίες, τηλεγραφήματα, την πίπα του ποιητή, κάποιους πίνακες. Η ιδέα μου, την οποία ενστερνίστηκαν ολόθυμα οι πρέσβεις μας Ιωάννης Ραπτάκης και Ιωάννης Τσαούσης, ήταν να είναι επισκέψιμος ο χώρος όπου έζησε και εργάστηκε ο νομπελίστας ποιητής μας, υπηρετώντας την πατρίδα σε δύσκολους και ενδιαφέροντες καιρούς, ως πρόξενος (1931-1934), ως σύμβουλος πρεσβείας (1951-1952) και τέλος ως πρέσβης (1957-1962). Και με μεγάλη χαρά, όταν ξαναβρέθηκα στο Λονδίνο για την ενθρόνιση του Καρόλου, είδα το γραφείο να παίρνει πνοή. Ενας χώρος στεγνός, υπηρεσιακός, ζωογονήθηκε χάρη στην προσφορά κάποιων ανθρώπων, και ο «διαιρεμένος εαυτός» του Γιώργου Σεφέρη – τα λόγια είναι δικά του – ο διχασμένος ανάμεσα στην ποίηση και τη διπλωματία, αποκαλύπτεται εδώ στη διφυή του μεγαλοσύνη.