Ομως, αγαπητέ μου, ευρισκόμεθα πλέον ένα μόνον βήμα πριν από τες επιθυμίες, τες ατέλειωτες, συχνά μεταβαλλόμενες, κάποτε δε και αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες, ας αποφύγωμεν λοιπόν τον λαβύρινθόν των.

Την απάντηση αυτή ο νεαρός (αρχάριος, ίσως ακόμη εκπαιδευόμενος) δημοσιογράφος δεν την περίμενε, τον έβγαζε εντελώς από τον σχεδιασμό του για την ακολουθία των ερωτήσεων. Το δημοσιογραφικό του ένστικτο, ωστόσο, παρότι ακόμη ακαλλιέργητο, λειτούργησε ακαριαία, με αποτέλεσμα να δει την απρόσμενη απάντηση ως ευκαιρία να δώσει στη συνέντευξη έναν κάπως προσωπικό τόνο, όπως ακριβώς το απαιτούσε φορτικά ο διευθυντής του, «εξομολογήσεις, όσον το δυνατόν περισσοτέρας και γνησίας εξομολογήσεις, αυτό ζητεί ο αναγνώστης».

Εσπευσε λοιπόν να θέσει την κατάλληλη ερώτηση, αυτήν που ίσως αποσπούσε εξομολόγηση:

– Ω, ναι, έχετε και πάλιν δίκαιο, κύριε Καβάφη, πολύ πλησίον λαβυρίνθου, του οποίου τα αδιέξοδα καλόν είναι να αποφεύγωμεν. Ειπέτε μου, όμως, με την ευκαιρία που η συζήτησίς μας έφθασε ως εδώ, ειπέτε μου, ανεξαρτήτως επιμόνων και φορτικών επιθυμιών, εσείς, ως εκ της ιδιοσυγκρασίας σας, συμβαίνει δοθείσης ευκαιρίας, να προκρίνετε αυθορμήτως το εν καλόν έναντι όλων των άλλων; Εάν τώρα, ας πούμε, την εποχήν αυτήν, σας εζητείτο να εκφράσετε μίαν ευχήν, θα το επράττατε αμέσως χωρίς καθόλου σκέψιν;

– Α, ναι, εδώ τα πράγματα δεν ημπορεί παρά να είναι απλά! Ομιλείτε διά την τελευταίαν μου επιθυμίαν, φίλε μου, και δεν θα σας απογοητεύσω·… άρχισε ο ποιητής την απάντησή του, και ο καημένος ο νεαρός για μια στιγμή «έμεινε» ξαφνιασμένος, αμέσως μετά ανατρίχιασε, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα «θάφτηκε», αφού οι φήμες για την υγεία του συνομιλητή του έδιναν κι έπαιρναν τον τελευταίο καιρό, καθώς η δυσκολία στην ομιλία του γινόταν πια αμέσως αντιληπτή· θα ‘πρεπε να το είχα σκεφτεί πέρασε απ’ τον νου του, όμως ο ποιητής συνέχισε, χωρίς να δείξει ότι είχε προσέξει την ταραχή του:

– ναι, και βέβαια υπάρχει κάτι που υπέρ παν άλλο θα ευχόμουν εδώ και αρκετόν καιρό τώρα: Να ευρεθεί ένας τρόπος ώστε να αφαιρεθεί από τους πονηρούς ανίδεους η δυνατότης να αναφέρουν το όνομά μου. Οταν, εννοείται, το έργον μου θα έχει αγαπηθεί από τους ανά τον κόσμον φίλους της ποιήσεως, διότι μέχρι τότε, έτσι κι αλλιώς, οι εν λόγω ρηχοί δεν θα γνωρίζουν αυτό το όνομα.

Για τους χρόνους λοιπόν εκείνους θα ευχόμουν, σε περίπτωση κατά την οποίαν ο τυχόν μεγαλόσχημος, ας πούμε πολιτικός ή σχεδιαστής μόδας, κοσμική κυρία ή διάσημος πρωταγωνιστής του μελοδράματος, πλούσιος συλλέκτης πινάκων ζωγραφικής ή θορυβώδης ημιμαθής αρθρογράφων καθημερινώς και επί παντός του επιστητού εις εφημερίδαν μεγάλης κυκλοφορίας, πολυπράγμων καθηγητής πανεπιστημίου ή και συνήθης δικαστής γενόμενος γνωστός διότι εκδίκασε υπόθεσίν στυγεράς συζυγοκτονίας από αυτάς που ελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού, στην περίπτωση λοιπόν που ο οιοσδήποτε εξ αυτών (αλλά και πολλών άλλων) ερωτάται, ας πούμε υπό φιλοπόνου δημοσιογράφου – καλή ώρα! – «ποίον ποιητήν αγαπάτε κύριε… ή κυρία…» και σπεύδει να ονοματίσει Καβάφην, ο φιλόπονος δημοσιογράφος να τον διακόπτει αμέσως, θέτων άλλην ερώτησίν: «Παρακαλώ, απαγγείλατε μου δύο ή τρεις στίχους συγχρόνων μας ποιητών, αναφέρατε μου έναν ή δύο τίτλους ποιητικών συλλογών από αυτάς που ετυπώθησαν κατά τα τελευταία έτη, ή ειπέτε μου απλώς τα ονόματα ενός ή δύο εκ των νεοτέρων συγχρόνων μας ποιητών» και, εάν ο ομιλήσας περί Καβάφη αρχίσει να «κομπιάζει», επιχειρήσει να αλλάξει συζήτησιν ή δώσει απάντησίν προδίδουσαν πλήρη άγνοιαν, τότε ο ερωτών μελλοντικός συνάδελφός σας να «του κόβει τον βήχαν» με ένα στεγνό: «κύριε (ή κυρία), ο Κωνσταντίνος Καβάφης έχει δηλώσει προ πολλού ότι δεν επιθυμεί να αναφέρετε το όνομά του»· καταλαβαίνετε, δεν θέλω αυτοί οι άνθρωποι «να πιάνουν το όνομά μου στο στόμα τους», κατά την χαρακτηριστική για την περίσταση έκφραση, για κανέναν λόγο και με καμίαν ευκαιρία.

Η απάντηση μπέρδεψε κατά κάποιον τρόπο τον φιλότιμο νεαρό. Καταλάβαινε, βέβαια, πολύ καλά τι ευχόταν ο ποιητής (ήταν, άλλωστε, εξαιρετικά σαφής), όμως δυσκολευόταν να κατανοήσει τον λόγο αυτής της παράξενης ευχής. Τη δυσκολία του μάλιστα επέτεινε η ένταση (χαμηλή και πλήρως ελεγχόμενη, αλλά οπωσδήποτε διακριτή και εξαιρετικά σταθερή) με την οποία ο ποιητής είχε διατυπώσει την «ευχή» του. Απ’ την άλλη, ωστόσο, αυτή ακριβώς η ένταση τον βεβαίωνε πως πράγματι είχε αποσπάσει μια εξομολόγηση. Η ικανοποίηση για αυτή του την επιτυχία ήταν προφανώς μεγάλη, όμως δεν στάθηκε ικανή να επαναφέρει την καλή του διάθεση. Κάτι το σοκ από τα περί «τελευταίας επιθυμίας» του συνομιλητή του, κάτι το μπέρδεμα από την απρόσμενη απάντησή του, τον κρατούσαν σε μια κατάσταση αναστάτωσης, αβεβαιότητας και γενικά δυσθυμίας. («Θα πρέπει να το παραδεχτώ, με διαολίζει η ιδέα πως αυτή την απάντηση δεν θα μπορούσε με τίποτε να την είχα προβλέψει» κατέληξε επιστρέφοντας στο σπίτι). Ετσι, συντόμευσε μάλλον άγαρμπα τη συνέντευξη, παραλείποντας τις περισσότερες – και σημαντικότερες – ερωτήσεις που είχε προετοιμάσει, περιοριζόμενος στις δυο – τρεις τυπικές για το κλείσιμό της. Το απόγευμα πέρασε από τα γραφεία της εφημερίδας και, κάπως ανόρεχτα, λιγάκι αφηρημένος όπως παρατήρησε η γραμματέας, παρέδωσε το καθαρογραμμένο κείμενο με τις ερωταποκρίσεις.

i i i

Η συνέντευξη, για ευνόητους λόγους, δεν δημοσιεύτηκε. Θα ήταν βέβαια λογικό να δημοσιευτεί αμέσως μετά από τον επελθόντα, ύστερα από δυο – τρία χρόνια, θάνατο του ποιητή, όμως αυτό δεν συνέβη: Φαίνεται πως ο ανήσυχος νεαρός είχε στο μεταξύ αποχωρήσει από την εφημερίδα (χρόνια μετά οι φίλοι του τον άκουγαν να τους εξομολογείται – με την ίδια πάντα ανακούφιση – ότι του δόθηκε εγκαίρως η ευκαιρία να καταλάβει πως δεν έκανε για το επάγγελμα), και, το πιο πιθανό, κανένας άλλος δεν τη θυμήθηκε. Το καλοδιπλωμένο χειρόγραφο έμεινε για καιρό ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι, ώσπου σε μια από τις κατά καιρούς «εκκαθαρίσεις αρχείου», ο πελαγωμένος υπάλληλος που μάζευε το χαρτομάνι, το στρίμωξε βιαστικά μέσα σε έναν ευμεγέθη, παραγεμισμένο σάκο χωρίς καν να του ρίξει μια πρόχειρη ματιά.

Ο Σωτήρης Σαράκης έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές (Καστανιώτης, Νεφέλη, Κουκκίδα κ.ά.)