Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς δεν ενέχει απλώς τον κίνδυνο μιας περιφερειακής ανάφλεξης. Επηρεάζει και την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, διασπώντας την προσοχή, και τους πόρους, των ΗΠΑ και της ΕΕ, ενώ παράλληλα μειώνει την πίεση στη Ρωσία και προσφέρει νέες ευκαιρίες στην Κίνα. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του είναι βέβαια δύσκολο να προβλεφθούν. Θα εξαρτηθούν, πρώτα και κύρια, από το κατά πόσο το Ισραήλ θα επιτύχει τον δεδηλωμένο στόχο του να εξουδετερώσει τη Χαμάς, αλλά και από τις συνέπειες που θα έχει στις διπλωματικές του σχέσεις η συλλογική τιμωρία την οποία επιβάλλει στη Γάζα. Προς το παρόν όμως ο πόλεμος που ξεκίνησε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου με μια βάρβαρη επίθεση στον ισραηλινό Νότο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο κάπου 1.400 ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους άμαχοι, αποδεικνύεται, όπως επισημαίνει η «Wall Street Journal», μια ευλογία για τους μεγαλύτερους γεωπολιτικούς αντιπάλους των ΗΠΑ: Κίνα, Ρωσία και Ιράν παλεύουν από χρόνια να υπονομεύσουν το διεθνές, υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ, σύστημα και κάνουν σήμερα το παν ώστε να εκμεταλλευτούν την κατάσταση.
«Αυτό που βλέπουμε», σημειώνει ο φινλανδός πρώην πρωθυπουργός Αλεξάντερ Στουμπ, ο οποίος διεκδικεί σήμερα τη φινλανδική προεδρία, «είναι κομμάτι μιας παγκόσμιας τάξης που αλλάζει και μετακινείται. Οταν οι ΗΠΑ αφήνουν κενά εξουσίας, κάποιος θα τα καλύψει».
Φυσικά, οι ΗΠΑ επέστρεψαν αυτή την εβδομάδα δυναμικά στη Μέση Ανατολή, προβάλλοντας τον ρόλο τους ως αναγκαίου εταίρου του Ισραήλ και βασικών αραβικών εθνών, με αλλεπάλληλες επισκέψεις, διπλωματικούς μαραθωνίους και στρατιωτικές αναπτύξεις. Ενόσω όμως η προσοχή της Ουάσιγκτον επικεντρώνεται εκεί, η Ρωσία είναι πιθανότατα ο κυριότερος ωφελούμενος από την εξαπλωνόμενη αναταραχή. Δείχνοντας τον αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων μεταξύ των Παλαιστινίων, η Μόσχα απολαμβάνει αυτό που χαρακτηρίζει ως υποκρισία των δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες έχουν καταδικάσει απερίφραστα τις ρωσικές σφαγές αμάχων στην Ουκρανία αλλά ασκούν μόνο ήπια, αν ασκούν, κριτική στις ισραηλινές ενέργειες στη Γάζα.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν – οι δυνάμεις του οποίου σκότωσαν δεκάδες χιλιάδες αμάχους κατά την πολύμηνη περυσινή πολιορκία της Μαριούπολης – συνέκρινε την ισραηλινή πολιορκία της Γάζας με εκείνη του Λένινγκραντ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξίσωσε δηλαδή ουσιαστικά τους Ισραηλινούς με τους Ναζί. Η ρητορική αυτή, πολύ μακριά από την άλλοτε θερμή σχέση του με τον ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, εντάσσεται στην ευρύτερη διπλωματική προσπάθεια της Ρωσίας να προτάξει εαυτόν ως ηγέτη του παγκόσμιου κινήματος κατά του «νεοαποικισμού» της Δύσης, ενώ παράλληλα η ίδια συνεχίζει να διεξάγει έναν αποικιακό, κατακτητικό πόλεμο στην Ουκρανία.
«Οποιαδήποτε σύγκρουση αποσπά κάπως την προσοχή από την Ουκρανία λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό υπέρ της Ρωσίας» λέει ο υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας, Γκαμπριέλιους Λαντσμπέργκις. «Μπορεί να μην την ξεκίνησαν οι Ρώσοι, έχουν όμως τεράστιο συμφέρον να κρατήσει η σύγκρουση στο Ισραήλ όσο το δυνατόν περισσότερο. Θα ήταν μια νίκη για τους Ρώσους, τόσο τακτική, στην Ουκρανία, όσο και στρατηγική, ενισχύοντας τη ρητορική τους ενάντια στον δυτικό κόσμο».
Και η Κίνα όμως, μοιάζει να έχει αγκαλιάσει τον παλαιστινιακό αγώνα με τρόπο που δεν είχε κάνει για δεκαετίες. Οι άλλοτε εγκάρδιες σχέσεις της με το Ισραήλ τελούν υπό κατάρρευση. Παρά την επανειλημμένη επίκληση της ανάγκης καταπολέμησης της τρομοκρατίας καθώς κατέστειλε τους Ουιγούρους στη Σιτζιάνγκ, η Κίνα απέφυγε συνειδητά να χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό «τρομοκρατία» για την επίθεση της Χαμάς, αν και ο κατάλογος των νεκρών περιλαμβάνει τέσσερις κινέζους πολίτες, ενώ ο κατάλογος των απαχθέντων άλλους τρεις. «Η ουσία του θέματος», σχολίασε ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Ουάνγκ Γι, κάνοντας την πρώτη του δήλωση επί του θέματος πέντε ολόκληρες ημέρες μετά το χτύπημα της Χαμάς, «είναι πως δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη στον παλαιστινιακό λαό».
Ενόσω το Πεκίνο προετοιμάζεται για μια πιθανή σύγκρουση με τις ΗΠΑ αναφορικά με το μέλλον της Ταϊβάν, είναι προφανές πως ωφελείται από την απόσπαση της αμερικανικής προσοχής. «Αυτό που έχει σημασία για την Κίνα είναι τα συμφέροντα της Κίνας, και το πιο σημαντικό πράγμα για το Πεκίνο είναι το πώς θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις ΗΠΑ και την εικόνα τους» λέει ο Αντουάν Μποντάζ, ειδικός σε θέματα Κίνας στο Ιδρυμα Στρατηγικών Ερευνών του Παρισιού. «Θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν τις ΗΠΑ ως παράγοντα αστάθειας και τον εαυτό τους ως παράγοντα ειρήνης. Στόχος της Κίνας είναι να πλασάρεται στα αναπτυσσόμενα έθνη ως εναλλακτική επιλογή – ως μια περισσότερο ελκυστική εναλλακτική». Για του λόγου το αληθές, μία «χρυσή δεκαετία» υποσχέθηκε η Κίνα σε εκείνους που ακολουθούν τον δρόμο της και προσχωρούν στην πρωτοβουλία της «Μια ζώνη, ένας δρόμος», κατά το διεθνές φόρουμ για τους νέους δρόμους του μεταξιού που πραγματοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα στο Πεκίνο – παρουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, φυσικά, μόλις στο δεύτερο, μετά το Ιράν, ταξίδι του εκτός ΕΣΣΔ από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, κοντά στον «αγαπητό φίλο» του, Σι Τζινπίνγκ.