Νομίζω ότι σε τίποτα άλλο δεν καταγράφονται τόσο ξεκάθαρα οι αλλαγές και οι εξελίξεις, οι κοινωνικοί και ταξικοί μετασχηματισμοί όσο στα ρούχα που φοράμε. Πρωτίστως οι γυναίκες – λόγω μεγαλύτερου εύρους γκαρνταρόμπας – και δευτερευόντως οι άνδρες. Αν ξεφυλλίσουμε, για παράδειγμα, ένα περιοδικό των αρχών της δεκαετίας του 1950, αν δούμε μία ταινία ή οικογενειακές φωτογραφίες από εκείνη την εποχή και τις συγκρίνουμε με ανάλογες εικόνες από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι διαφορές είναι τεράστιες. Και δεν είναι μόνο ως προς το μήκος και τις γραμμές των ρούχων αλλά και ως προς τις υφές των υφασμάτων, ακόμη και στα χρώματα. Αυτό το πολυφορεμένο εφέτος «ροζ της Μπάρμπι» το συναντάς από σπάνια έως καθόλου στα ρούχα του ’50 και όχι μόνο λόγω μόδας. Είχαν άλλη σχέση οι άνθρωποι με τα χρώματα τότε. Η έκφραση «τολμηρή απόχρωση» «φοριόταν» πολύ σε μια εποχή που, από την πλευρά της γυναίκας, ήθελε… τόλμη ακόμη και η επιλογή ενός χρώματος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η «μουντοχρωμία» που έβλεπαν στις κερκίδες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960, στάθηκε η πηγή έμπνευσης για να δημιουργήσουν τα αδέλφια Μπένετον την πολύχρωμη φίρμα τους.

Αντίστοιχα, οι διαφορές στα ρούχα των αρχών του ’70 από εκείνα των αρχών του ’90 δεν έχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά την… τόλμη να τα φορέσει κάποιος – και κυρίως κάποια. Κι αυτό διότι, στη συγκεκριμένη περίοδο, δεν υπήρξαν τεράστιες μεταβολές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στις ιδέες και τις αντιλήψεις αυτών που μάθαμε ως trend setters. Μην πω ότι τα seventies ήταν πιο τολμηρά. Και ανάμεσα σε αυτά των αρχών του 21ου αιώνα και των σημερινών σχεδόν καμία. Εκτός από τα υπερβολικά χαχόλικα και no gender ρούχα που προτιμούν τα νέα κορίτσια. Φυσικό δεν είναι στην εποχή ρευστότητας των φύλων;

Ενα άλλο ενδεικτικό στοιχείο της εποχής μας είναι ότι η μόδα δεν είναι πλέον της… μόδας. Υστερα από την υπερέκρηξη της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000, τότε που έγιναν σταρ πρώτου μεγέθους – εκτοπίζοντας ακόμη και τα «βαριά χαρτιά» του κινηματογράφου και της μουσικής – όχι μόνο τα μοντέλα αλλά και οι ντιζάινερς, η βιομηχανία της μόδας μοιάζει αμήχανη να υποστηρίξει τις προτάσεις αλλά και την κουλτούρα της. Το διαπιστώνεις όταν μπαίνεις σε ένα πολυκατάστημα ρούχων αυτήν την εποχή που είναι η αρχή της σεζόν. Δεν βλέπεις να επικρατεί μια τάση, ένα στυλ, μια γραμμή, ένα χρώμα. Μόνο κομμάτια που βολεύουν. Ολες τις ηλικίες και όλους τους σωματότυπους. Κάτι το οποίο θα μπορούσε επίσης να είναι μια αποτύπωση αντιλήψεων. Δεν υπάρχει πλέον διαχωρισμός, τουλάχιστον εμφανής, μεταξύ ρούχων «νεανικών» και «για μεγαλύτερες γυναίκες». Και βίσκεις πλέον και XXL μεγέθη σε καταστήματα που, μέχρι πρότινος, το μεγαλύτερο ήταν το medium.

Απομάγευση

Τι σημαίνει αυτό; Οτι πέθανε η μόδα; Οχι βέβαια. Η μόδα δεν πεθαίνει, απλώς περνάει περιόδους νεκροφάνειας. Εξάλλου, από τη φύση της είναι, κατά κάποιον τρόπο, θνησιγενής. Το έχει εκφράσει εξαιρετικά ο Ζαν Κοκτό: «Μην κατηγορείτε τη μόδα. Πεθαίνει τόσο νέα η καημένη». Για να τον συμπληρώσει η καλή του φίλη Κοκό Σανέλ: «Η μόδα πεθαίνει έτσι ώστε να επιβιώνει το εμπόριο».

Τι συμβαίνει λοιπόν τώρα; Περνάμε μία εποχή απομάγευσης που διατρέχει όλες τις Τέχνες. Μην πω τα πάντα. Οταν είναι ολοένα και λιγότεροι οι πολιτικοί, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί που μας γοητεύουν, θα υπήρχαν δημιουργοί μόδας που θα ακολουθούσαμε τις προτάσεις τους; Και οι προτάσεις στυλ που έγραψαν ιστορία είναι αυτές που πήγαν χέρι – χέρι με τις κοινωνικές αλλαγές. Οι ίσιες γραμμές της Σανέλ που απάλλαξαν τις γυναίκες από τα δεσμά του κορσέ και τα φω μπιζού της που έβγαλαν γλώσσα στον πλούτο δέκα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το new look του Ντιόρ που, ανεβάζοντας τη μέση και φαρδαίνοντας τη φούστα, υπέδειξε τον, συμβολικά, μεγαλύτερο βηματισμό που είχε η μεταπολεμική γυναίκα. Και το ανδρόγυνο στυλ του Ιβ Σεν Λοράν συνέπεσε με τη σεξουαλική απελευθέρωση.