Μέχρι να συνέλθει ο Κασσελάκης από το τζετ λαγκ κι αρχίσω να γλαρώνω κι εγώ, αρπάζω την ευκαιρία να σας απασχολήσω με μια ιστορία του δρόμου. Οχι οποιουδηπότε δρόμου αφού βρίσκεται δεκαπέντε μέτρα από το εμπορικότερο σημείο του Δήμου μας, εκεί που ένα δυάρι νοικιάζεται σε τιμές Μανχάταν. Πιο κάτω, η θάλασσα και η λεωφόρος καρμανιόλα με τις ξεμάλλιαγες φοινικιές ανεβάζουν κι άλλο τις τιμές αλλά εμείς γυρίζουμε τα νώτα σε όλα αυτά. Κοιτάμε να προλάβουμε να επιδιορθώσουμε τα σπίτια μας που με την πανδημία τα είχαμε παραμελήσει, να αλλάξουμε κάναν υδραυλικό όσο κρατάει η παρά φύσιν καλοκαιρία και τα χνώτα φεύγουν από τα ανοιχτά παράθυρα. Κάπως έτσι πήρε την άγουσα και η εμαγιέ μπανιέρα μας. Για λόγους μυοσκελετικούς και ευνόητους, αποφασίσαμε να εγκαταστήσουμε ντουσιέρα με πρόβλεψη για έναν χτιστό θρόνο απ’ όπου θα αναγναντεύω σαν τον Ξέρξη την καταστροφή του στόλου μου, από τον πανδαμάτορα χρόνο. Για να μην ακούω τις τσεκουριές πάνω σε μάρμαρα και πλακάκια άρχισα να διηγούμαι στον εαυτό μου ιστορίες με μπανιέρες. Το ‘πιασα από την μπανιέρα του Αγαμέμνονα και τη σκαλιστή μπανιέρα του Νέστορα στον αρχαιολογικό χώρο του Εγλιανού, έκανα μια στάση στη δολοφονία του Μαρά, ηρέμησα λίγο με τις ροδομάγουλες λουόμενες του Ρενουάρ και κατέθεσα στέφανον στο μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι, εκεί όπου στεγάζεται το αριστούργημα του Μπονάρ «Γυναίκα που βγαίνει από την μπανιέρα της».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ